-
1 κλέω
κλέω (A), [dialect] Ep. [full] κλείω (as Hom. always in [voice] Act., but in [voice] Pass. only κλέομαι; Trag. only κλέω, in lyr.),A tell of, make famous, celebrate,ἔργ' ἀνδρῶν.. τά τε κλείουσιν ἀοιδοί Od.1.338
, cf.h.Hom.32.19;ἐγὼ δέ κέ σε κλείω Od.17.418
, cf. Hes.Op.1, Th. 105, Stesich.35, Inscr.Cos 218.7, prob. in Hermesian.7.33;ἔν τ' ἀλύροις κλέοντες ὕμνοις E.Alc. 447
;Θέτιν.. κλέουσαι Id.IA 1046
; κλέωἁ τὸν Ἀμύκλαις σιόν, [dialect] Lacon. for κλέουσα τὸν Ἀμ. θεόν, Ar.Lys. 1299:—[voice] Med.,γῆρυν, ἃν σοφοὶ κλέονται E.Fr.369.7
:—[voice] Pass., to be famed: c. dat., for a thing, φρένες.. ᾗς τὸ πάρος περ ἔκλε ' (for ἐκλέεο) Il.24.202;ἐγὼ δ' ἐν πᾶσι θεοῖσι μήτι τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν Od.13.299
; κλέεσθαι ἐν φορμίγγεσσι to be celebrated in lyric strains, Pi.I.5(4).27; ἔνθ'.. ἀγοραὶ Πυλάτιδες κλέονται where are held the famous meetings, prob. in S.Tr. 639 (lyr.).II c. acc. et inf., sing how.., B.15.13. ( κλεϝ-, cf. κλέος, κλὐω, Lat. clueo: Skt. śrutás ( = κλυτός) 'famous', śṛṇóti 'hear'.)------------------------------------A = καλέω, call, A.R.1.217, 2.687, Opp.H.5.536: [tense] impf. :—[voice] Pass.,ἔνθα περ ἀκταὶ κλείονται Παγασαί A.R.1.238
(cf.καλέω 11.3a
);κλείονται γαλεοί Opp.H.1.379
; alsoκλέεται Nic.Fr.71.5
: [ per.] 2sg. [tense] impf.ἔκλεο Call.Del.40
. -
2 κλῄζω
κλῄζω (A), Ar.Th. 117 (lyr.), etc.; [dialect] Ion. [full] κληΐζω Hp.Art.42, [dialect] Dor. [full] κλεΐζω v.l. in Pi.O.1.110, cf. Eust.1497.50: [tense] impf.Aἔκλειζον Epigr.Gr. 254
(Cyprus, iv/iii B.C.): [tense] fut. κληΐσω Fr.Lyr. ap. Aristid.Or.50(26).31,κλῄσω h.Hom.31.18
, A.R.3.993, [dialect] Dor. κλεΐξω Pi.l.c.: [tense] aor. , Ar.Av. 905 (lyr., κλεῖσον cod. R), 950, 1745, Nic.Fr. 86 ( ἔκλησε codd. Ath.),ἔκλεισα IG14.2258
([place name] Etruria):—[voice] Pass.,κληΐζομαι A.R.4.1153
, Ti.Locr.1ood, Epigr.Gr. 946 ([place name] Tralles), , X. Cyr.1.2.1, etc.,κλεΐζομαι Man.6.571
: [tense] pf. κεκλήϊσμαι, ἐκλήϊσμαι, A.R. 4.618, 990: [tense] plpf. ἐκλήϊστο ib. 267, 1202:—make famous, celebrate in song, h.Hom.l.c., Pi. l.c.;κλῄσωμεν Ἄρτεμιν E.IA 1522
(lyr.);κλῇσον, ὦ χρυσόθρονε, τὰν τρομεράν Ar.Av. 950
(mock lyr.), cf. 1745; παλαὶ δὴ τήνδ' ἐγὼ κλῄζω πόλιν ib. 921:—[voice] Pass.,τὰν Ἀργὼ τὰν διὰ σοῦ στόματος ἀεὶ -ομέναν E.Hyps.Fr.3(1)
ii 20 (lyr.).2 mention, speak of, in [voice] Pass., πότερα γὰρ αὐτοῦ ζῶντος ἢ τεθνηκότος φάτις.. ἐκλῄζετο; A. Ag. 631; οἷα κλῄζεται as are said, E.Hel. 721; ἀφανὴς (sc. ὢν) κλῄζεται ib. 126; θανὼν κλῄζεται he is reported to be dead, ib. 132; κλῄζομαι ὡς προδοῦς' ib. 927.3 applaud, praise, Hp.Art.42.4 invoke, PMag.Par.1.271, al.II call,σὲ νῦν μὲν ἥδε γῆ σωτῆρα κλῄζει S. OT48
:—[voice] Pass., Φωκὶς μὲν ἡ γῆ κλῄζεται ib. 733; ἔνθα κλῄζεται οὑμὸς Κιθαιρών where is the hill called my Cithaeron, ib. 1452, cf. E.Hyps. Fr.3(1) iv 26;παῖς κ. Μενοικέως Id.Ph.10
;πατρὸς Ἀθηνίωνος κ. IG 9(1).880.3
(Corc.), cf. 12(3).1190.7 ([place name] Melos): less freq. in Prose,οἱ Περσεῖδαι ἀπὸ Περσέως κλῄζονται X.Cyr.1.2.1
, cf. Pl.Ax. 371b, App. BC1.1; etym. of Κλειώ, Corn.ND14. ( κλε (ϝ) -ίζω (fr. κλέος ) 'celebrate' and κλη-ΐζω (fr. καλέω) 'call' were confused by the Greeks.)------------------------------------A shut, Hymn.Is.159:— [voice] Pass., AP9.62 (Even.).
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
κλέω — κλέω, επικ. τ. κλείω (Α) 1. λέγω για κάποιον ή για κάτι, γνωστοποιώ κάτι, φημίζω, ψάλλω, εγκωμιάζω κάτι («ἔργ ἀνδρῶν... τά τε κλείουσιν ἀοιδοί», Ομ. Οδ.) 2. καλώ, ονομάζω («ἐνθα περ ἀκταί κλείονται Παγασαί Μαγνήτιδες», Απολλ. Ρόδ.) 3. μέσ.… … Dictionary of Greek
κλείνω — (AM κλείω, Μ και κλείνω, Α ιων. τ. κληΐω, παλ. αττ. τ. κλῄω, δωρ. τ. κλάῳ και κλᾴζω) 1. (μτβ. και αμτβ.) δημιουργώ φραγμό για να εμποδίσω την είσοδο ή την έξοδο, κάνω κάτι να παύσει να είναι ανοιχτό, κλείνω, κλειδώνω, σφαλώ (α. «κλείνω το… … Dictionary of Greek
Clítor — Κλείτωρ Clítor Ciudad de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos Idioma g … Wikipedia Español
κλαξώ — κλᾳξῶ (Α) δωρ. τ. μέλλ. τού κλείω («αὐτὰρ ἐγὼ κλᾳξῶ θύρας», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek