Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐγκάθημαι

См. также в других словарях:

  • εγκάθημαι — ἐγκάθημαι (Α) 1. κάθομαι μέσα ή πάνω σε κάτι 2. ενεδρεύω 3. φρουρώ, φυλάσσω 4. μένω πιστός σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἐγκάθηνται — ἐγκάθημαι sit in pres ind mid 3rd pl ἐγκάθημαι sit in pres ind mid 3rd pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκάθηται — ἐγκάθημαι sit in pres ind mid 3rd sg ἐγκάθημαι sit in pres ind mid 3rd sg (ionic) ἐγκαθίημι let down aor subj mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκαθήσθω — ἐγκάθημαι sit in pres imperat mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκάθῃ — ἐγκάθημαι sit in pres ind mid 2nd sg ἐγκαθίημι let down aor subj mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήμαι — ἧμαι (Α) 1. είμαι καθισμένος, κάθομαι 2. κάθομαι σε απραξία, σε ησυχία («κατ οἴκους ἐκτὸς ἡμένῳ πόνων», Ευρ.) 3. (για στράτευμα) στρατοπεδεύω 4. (για κατάσκοπο) παραφυλάω, καραδοκώ 5. ζω απαρατήρητος, στην αφάνεια («προς δ ἐμᾷ ψυχᾷ θάρσος ἧσται»… …   Dictionary of Greek

  • επεγκάθημαι — ἐπεγκάθημαι (Μ) εγκαθισταμαι σε κάτι, κάθομαι επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγκάθημαι «κάθομαι»] …   Dictionary of Greek

  • παρεγκάθημαι — Α κάθομαι δίπλα σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγκάθημαι] …   Dictionary of Greek

  • προεγκάθημαι — Α ενυπάρχω εκ τών προτέρων («οἱ διὰ τὰς προεγκαθημένας αὐτοῑς ὁρμὰς ὀλιγωροῡντες τοῡ καθήκοντος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκάθημαι «ενεδρεύω, ελλοχεύω»] …   Dictionary of Greek

  • ԴԱՐԱՆԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0603 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 12c, 13c ձ. λοχάγω, ἑνεδρεύω, ἑγκάθημαι ἑνέδρα եւն. insidior, in insidiis sum որ եւ ԴԱՐԱՆԱՆԱԼ. Ի դարան մտանել. դարանակալ լինել. նստիլ ի թաքստեան եւ դիտել. բունել. եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՆՍՏԻՄ — (նստայ, նիստ, նստարու՛ք.) NBH 2 0454 Chronological Sequence: Early classical, 7c ձ. καθίζω, ομαι, καθήμαι, θρονίζομαι sedeo ἑγκάθημαι insideo ἑπιβαίνω ascendo եւն. Ի նիստ կալ, կամ հանգչել ʼի վերայ զըստի. բազմիլ. ʼի ստոր զետեղիլ, կամ ʼի վայր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»