-
1 εγκοτύλη
-
2 ἐγκοτύλη
-
3 ἐγκοτύλη
A a game of pick-a-back, in which a boy was carried about kneeling on the hollow of another's folded hands ([etym.] κοτύλαι) (cf. Poll.9.122), Ath. 11.479a, Paus.Gr.Fr.143.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκοτύλη
-
4 κοτύλη
κοτύλ-η, ἡ,1 small vessel, cup, Il.22.494, Od.15.312, 17.12, Ar.Fr. 350, cf. Ath.11.478d: prov., πολλὰ μεταξὺ πέλει κοτύλης καὶ χείλεος ἄκρου ib.e, Zen.5.71.b metaph., = κοτύλων, D.H.19.5.2 cup or socket of a joint, esp. of the hip-joint,κατ' ἰσχίον, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, κοτύλην δέ τέ μιν καλέουσι Il.5.306s
q., cf. Hp.Loc. Hom.6, Gal.18(2).519; also, socket of the arm, Hp.Art.7.3 liquid measure, containing 6 κύαθοι or a 1/2 ξέστης, i.e. nearly a 1/2 pint, Hdt.6.57, Th.4.16, 7.87, Ar.Pl. 436; κ. Ἀττική, Αἰγινητική, Hp.Epid. 7.3, Nat.Mul.33.b dry measure,ἀλφίτων.. τρεῖς χοίνικας κοτύλης δεούσας Ar.Fr. 465
;ἀλφίτων κ. μίαν Alex.221.17
; prob. also a smaller measure, perh. = τρύβλιον, ὀξύβαφον, Hp.Mul.1.6.5 = κοτυληδών 1, Luc.DMar.4.3.6 in pl., cymbals,χαλκόδετοι κ. A.Fr.57.6
(anap.). -
5 κοτυλιστής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοτυλιστής
-
6 κύβης
A = κυβευτής, Hsch. [full] κυβησίνδα [ παίζειν], play at ἐγκοτύλη, Poll.9.122, cf. Hsch., Phot. [full] κυβητίζω· ἐπὶ κεφαλὴν ῥίψω, Hsch. -
7 ἐγκρικάδεια
A = ἐγκοτύλη, Hsch., Theognost.Can.164.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκρικάδεια
См. также в других словарях:
εγκοτύλη — ἐγκοτύλη, η (Α) παιχνίδι στην Αθήνα κατά το οποίο ο νικημένος έδενε πίσω τα χέρια του σαν κάθισμα κι επάνω στεκόταν ο νικητής με τα γόνατα … Dictionary of Greek
ἐγκοτύλη — a game of pick a back fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκρικάδεια — ἐγκρικάδεια, η (Α) η εγκοτύλη … Dictionary of Greek
κοτυλιστής — κοτυλιστής, ὁ (Α) [κοτυλίζω] αυτός που έπαιζε το παιχνίδι εγκοτύλη*, μίμος … Dictionary of Greek
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek
κυβησίνδα — (Α) φρ. «κυβησίνδα παίζειν» το να παίζει κάποιος την εγκοτύλη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Βλ. και λ. κύβη] … Dictionary of Greek