-
1 εγκατασκηπτω
1) бросать, метать(βέλος κεραυνοῦ Soph.)
2) обрушивать(κακὰ Πέρσαις Aesch.)
3) ( об эпидемии) поражать, вспыхивать
См. также в других словарях:
εγκατασκήπτω — ἐγκατασκήπτω (AM) 1. (για κεραυνό) πέφτω επάνω 2. (για επιδημία) ενσκήπτω 3. εκσφενδονίζω, εξακοντίζω … Dictionary of Greek
ἐγκατασκήπτει — ἐγκατασκήπτω fall upon pres ind mp 2nd sg ἐγκατασκήπτω fall upon pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκήπτουσιν — ἐγκατασκήπτω fall upon pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐγκατασκήπτω fall upon pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκήψαντα — ἐγκατασκήπτω fall upon aor part act neut nom/voc/acc pl ἐγκατασκήπτω fall upon aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκήψατε — ἐγκατασκήπτω fall upon aor imperat act 2nd pl ἐγκατασκήπτω fall upon aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκῆψαι — ἐγκατασκήπτω fall upon aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκήπτουσα — ἐγκατασκήπτω fall upon pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκήπτουσαν — ἐγκατασκήπτω fall upon pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατασκήψαντος — ἐγκατασκήπτω fall upon aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατάσκηψον — ἐγκατασκήπτω fall upon aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατέσκηψαν — ἐγκατασκήπτω fall upon aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)