-
1 εγκαταμιγνυμι
1) примешивать, смешивать(τὰ πάλαι γεγραμμένα ἐγκαταμεμιγμένα τοῖς νῦν λεγομένοις Isocr.; τὸ θῆλυ τῷ ἄρρενι Luc.)
2) med. вмешиваться(ἐ. καὴ ποιεῖν Arst.)
-
2 εγκαταμιγνυω
Luc. = ἐγκαταμίγνυμι См. εγκαταμιγνυμι I
1 εγκαταμιγνυμι
(τὰ πάλαι γεγραμμένα ἐγκαταμεμιγμένα τοῖς νῦν λεγομένοις Isocr.; τὸ θῆλυ τῷ ἄρρενι Luc.)
(ἐ. καὴ ποιεῖν Arst.)
2 εγκαταμιγνυω