-
1 εγκατακαιω
См. также в других словарях:
εγκατακαίω — ἐγκατακαίω (Α) σχηματίζω σημείο στο δέρμα με κάψιμο … Dictionary of Greek
ἐγκατακαίειν — ἐγκατακαίω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατακαίεσθαι — ἐγκατακαίω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκατακαίοντος — ἐγκατακαίω pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)