-
1 εγκαλυπτω
1) закутывать, окутывать, обматывать, закрывать(ἐγκαλύψας τὸ πρόσωπον οὐχὴ δεικνύς Arph.; τῷ σώματι ἥ ψυχέ ἐγκεκαλυμμένη Plut.)
; med. закутываться, закрываться(τέν κεφαλέν ἐγκαλυψάμενος Plut.)
2) med. закрываться, прятаться, отворачиваться (от стыда, страха и т.п.)(φοβουμένους Arst.)
ἐγκαλύψασθαι ἐπί τινι Aeschin. — закрыться от стыда за что-л.;πορεόεται Φίλιππος εἰς Πύλας ; Ἐγὼ δὲ ἐγκαλύπτομαι Aeschin. — Филипп отправляется в Фермопилы? - Что же, я тут ни при чем
См. также в других словарях:
εγκαλύπτω — (AM ἐγκαλύπτω) 1. περιβάλλω, σκεπάζω 2. σκεπάζω το πρόσωπό μου από ντροπή 3. κρύβω τα αισθήματά μου 4. ντρέπομαι … Dictionary of Greek
ἐγκαλύπτεσθε — ἐγκαλύπτω veil pres imperat mp 2nd pl ἐγκαλύπτω veil pres ind mp 2nd pl ἐγκαλύπτω veil imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαλύπτετε — ἐγκαλύπτω veil pres imperat act 2nd pl ἐγκαλύπτω veil pres ind act 2nd pl ἐγκαλύπτω veil imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαλύπτῃ — ἐγκαλύπτω veil pres subj mp 2nd sg ἐγκαλύπτω veil pres ind mp 2nd sg ἐγκαλύπτω veil pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαλύψω — ἐγκαλύπτω veil aor subj act 1st sg ἐγκαλύπτω veil fut ind act 1st sg ἐγκαλύπτω veil aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκεκαλυμμένα — ἐγκαλύπτω veil perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐγκεκαλυμμένᾱ , ἐγκαλύπτω veil perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐγκεκαλυμμένᾱ , ἐγκαλύπτω veil perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαλυπτομένων — ἐγκαλύπτω veil pres part mp fem gen pl ἐγκαλύπτω veil pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαλυπτόμεθα — ἐγκαλύπτω veil pres ind mp 1st pl ἐγκαλύπτω veil imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαλυπτόμενον — ἐγκαλύπτω veil pres part mp masc acc sg ἐγκαλύπτω veil pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαλυψαμένων — ἐγκαλύπτω veil aor part mid fem gen pl ἐγκαλύπτω veil aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαλυψάμενον — ἐγκαλύπτω veil aor part mid masc acc sg ἐγκαλύπτω veil aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)