-
1 εγκαίρια
-
2 ἐγκαίρια
-
3 ἐγκαιρία
ἐγκαιρ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαιρία
-
4 εγκαιρίας
ἐγκαιρίᾱς, ἐγκαιρίαseasonableness: fem acc plἐγκαιρίᾱς, ἐγκαιρίαseasonableness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 ἐγκαιρίας
ἐγκαιρίᾱς, ἐγκαιρίαseasonableness: fem acc plἐγκαιρίᾱς, ἐγκαιρίαseasonableness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
6 εγκαιρίη
-
7 ἐγκαιρίη
-
8 ἀκαιρία
ἀκαιρ-ία, ἡ,A unfitness of times, opp. ἐπικαιρία, Democr.26e (pl.); opp. εὐκαιρία, Pl.Phd. 272a; opp. ἐγκαιρία, Id.Plt. 305d; time of trouble, Lib.Or.59.38.2 of bad seasons, unseasonableness, ἐνιαυτῶν πολλῶν ἀ. Pl.Lg. 709a(pl.);τῶν πνευμάτων Arist.Pr. 941b25
(pl.).5 opp. καιρός, want of opportunity, ; want of time, Plu.2.130e.II of persons, tactlessness, Thphr.Char.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκαιρία
-
9 ἐγκαιριότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκαιριότης
См. также в других словарях:
εγκαιρία — ἐγκαιρία, η (AM) κατάλληλος καιρός … Dictionary of Greek
ἐγκαίρια — ἔγκαιρος timely neut nom/voc/acc pl ἐγκαίριος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαιρίας — ἐγκαιρίᾱς , ἐγκαιρία seasonableness fem acc pl ἐγκαιρίᾱς , ἐγκαιρία seasonableness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαιρίη — ἐγκαιρία seasonableness fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακαιρία — η (Α ἀκαιρία) (Ν και ακαιριά) [άκαιρος] καιρικές συνθήκες επιβλαβείς για τη γεωργία αρχ.1. ακαταλληλότητα τών περιστάσεων (αντίθ. τών ευκαιρία, εγκαιρία, επικαιρία) 2. έλλειψη ευκαιρίας (αντίθ. τού καιρός) 3. ανάρμοστη συμπεριφορά, απρέπεια,… … Dictionary of Greek