-
1 εγκαθυβριζω
См. также в других словарях:
εγκαθυβρίζω — ἐγκαθυβρίζω (Α) φέρομαι αδιάντροπα … Dictionary of Greek
ἐγκαθυβρίσαι — ἐγκαθυβρίζω riot aor inf act ἐγκαθυβρίσαῑ , ἐγκαθυβρίζω riot aor opt act 3rd sg ἐγκαθῡβρίσαι , ἐγκαθυβρίζω riot aor inf act ἐγκαθῡβρίσαῑ , ἐγκαθυβρίζω riot aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκαθυβρίζειν — ἐγκαθυβρίζω riot pres inf act (attic epic) ἐγκαθῡβρίζειν , ἐγκαθυβρίζω riot pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)