-
1 εγγαληνιζω
См. также в других словарях:
εγγαληνίζω — ἑγγαληνίζω (Α) είμαι γαλήνιος, ζω ήσυχα … Dictionary of Greek
ἐγγαληνίζον — ἐγγαληνίζω spend pres part act masc voc sg ἐγγαληνίζω spend pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγγαληνίζων — ἐγγαληνίζω spend pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)