-
1 Άρπαγος
-
2 Ἅρπαγος
-
3 άρπαγος
-
4 ἅρπαγος
-
5 ἅρπαγος
ἅρπαγος, ὁ, = ἅρπαξ, Sp., Schol.
-
6 Αρπαγος
ὅ Гарпаг1) родственник Астиага, впосл. полководец Кира Старшего Her.2) полководец Дария I Her. -
7 άρπαγος
ο жадный, алчный человек -
8 ἅρπαγος
ἅρπαγ-ος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἅρπαγος
-
9 δυς-άρπαγος
δυς-άρπαγος, Lycophr. 513, v. l. für διςάρπαγος.
-
10 δις-άρπαγος
δις-άρπαγος, zweimal geraubt, Lycophr. 513.
-
11 προσκειμαι
ион. тж. προσκέομαι1) находиться (при или на чем-л.), прилегать, примыкатьοὔατα δ΄ οὔπω προσέκειτο Hom. — ручки еще не были приделаны (к треножникам);
αἱ δοκοὴ τῷ τείχει προσκείμεναι Thuc. — сложенные у стены балки;τῷ ἀκρωτηρίῳ π. Polyb. — прилегать к мысу;προσέκειτο τὸ καλὸν τῷ ἀγαθῷ Xen. — понятие красоты тесно связано с понятием блага;δεξιὸν ἀνεὴς ἵππον, εἶργε τὸν προσκείμενον Soph. — отпустив (вожжи) правого коня, (Орест) сдержал шедшего с внутренней стороны (ристалищного столба);π. χρηστῷ Soph. — наслаждаться благополучием;π. κακῷ Soph. — попасть в беду2) налегать, напиратьτῇ θύρᾳ π. Arph. — наваливаться на дверь;
π. πύλαις Eur. — штурмовать ворота;προσκειμένων τῶν πολεμίων Plut. — так как враги напирали;προσκείμενος ἐδίδασκε τέν Δεκέλειαν τειχίζειν Thuc. — (Алкивиад) настойчиво предлагал укрепить Декелию;ἀνάγκης προσκειμένης Plat. — под давлением необходимости;οἵ μ΄ ἀεὴ προσκείμενοι Eur. — (мирмидоняне), вечно пристающие ко мне3) быть свойственным, присущим, быть уделом(προσκειμένη ζημία τινί Xen.; οὐδενί προσκέεται ἥ τέχνη μαντική Her.)
4) быть возложенным, порученнымτοῖσι προσεκέετο Her. — (те), которым это было поручено
5) быть (душевно) расположенным, быть склонным, приверженным, преданным(τινι Her.; τῷ δήμῳ Thuc.)
τὸν Τισσαφέρνην θεραπεύων προσέκειτο Thuc. — (Алкивиад) старался всячески угождать Тиссаферну;τῇ φιλοινίῃ π. Her. — быть приверженным пьянству;(ὅ λόγος), τῷ μάλιστα λεγομένῳ αὐτὸς πρόσκειμαι Her. — рассказ, которому я сам больше всего доверяю;ταῖς ναυσὴ π. Thuc. — деятельно заниматься мореходством;π. κυνηγίᾳ Plut. — предаваться охоте;Κύρῳ προσεκέετο ὅ Ἅρπαγος δῶρα πέμπων Her. — Гарпаг старался угодить Киру, посылая (ему) подарки6) присоединяться, прибавляться(ἀφῃρῆσθαι καὴ π. τινι Arst.)
ἥ χάρις προσκείσεται Soph. — (к награде) прибавится благодарность;ἄλγος ἄλγει προσκείμενον Eur. — (новая) скорбь, присоединяющаяся к (старой) скорби;προσκείμενον κέρδος πρὸς ἔργῳ Eur. — следующая за трудом награда -
12 Άρπαγε
-
13 Ἅρπαγε
-
14 Άρπαγοι
-
15 Ἅρπαγοι
-
16 Άρπαγον
-
17 Ἅρπαγον
-
18 Αρπάγοιν
-
19 Ἁρπάγοιν
-
20 Αρπάγοις
См. также в других словарях:
Ἅρπαγος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅρπαγος — ἅρπαξ robbing masc/fem gen sg ἅρπαγος hook masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρπαγος — (6ος αι. π.Χ.).Μήδος στρατηγός, στον οποίο ο βασιλιάς Αστυάγης είχε αναθέσει να σκοτώσει τον νεογέννητο εγγονό του Κύρο Β’, γιο της κόρης του Μανδάνης και του βασιλιά των Περσών Καμβύση Α’. Ο Ά. δεν πραγματοποίησε την εντολή του βασιλιά και… … Dictionary of Greek
Ἁρπάγοιν — Ἅρπαγος masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρπάγοις — Ἅρπαγος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάγοις — ἅρπαγος hook masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρπάγου — Ἅρπαγος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάγου — ἅρπαγος hook masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρπάγων — Ἅρπαγος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρπάγῳ — Ἅρπαγος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπάγῳ — ἅρπαγος hook masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)