-
1 αρατος
-
2 Αρατος
эп.-ион. Ἄρητος - ου ὅ Арат1) сын Нестора Hom.2) сын Приама Hom.3) родом из Сикиона, ахейский полководец, 271-213 гг. до н.э. Plut.4) родом из Сол Киликийских, автор астрономических поэм Φαινόμενα и Διοσημεῖα, 1-я пол. III в. до н.э. -
3 άρατος
η, ο исчезнувший, невидимый -
4 αρητος
-
5 Αρητος
-
6 επαρατος
2ὃ ἐπάρατον ἦν μέ οἰκεῖν Thuc. — (Пеласгикон), обитать в котором было запрещено под страхом проклятия
-
7 πολυαρατος
-
8 Σουνιαρατος
-
9 Ωρατος
См. также в других словарях:
Ἄρατος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρατος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… … Dictionary of Greek
αρατός — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Σολεύς (Σόλοι Κιλικίας περ. 315 – Πέλλα περ. 240 π.Χ.). Ποιητής των αλεξανδρινών χρόνων. Σπούδασε στην Αθήνα όπου συνδέθηκε με φιλία με τον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα. Το 276 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας… … Dictionary of Greek
Άρατος — Sp Ãratas Ap Άρατος/Aratos L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
άρατος — η, ο αυτός που εξαφανίστηκε, άφαντος: Σε μια στιγμή έγινε άρατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρατός — ἀρᾱτός , ἀρατός prayed against masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρητόν — ἀρατός prayed against masc/fem acc sg (ionic) ἀρατός prayed against neut nom/voc/acc sg (ionic) ἀρητός prayed against masc acc sg ἀρητός prayed against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράτω — Ἄρατος masc nom/voc/acc dual Ἄρατος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρητοί — ἀρατός prayed against masc/fem nom/voc pl (ionic) ἀρητός prayed against masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρητέ — ἀρατός prayed against masc/fem voc sg (ionic) ἀρητός prayed against masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρητῶς — ἀρατός prayed against adverbial (ionic) ἀρητός prayed against adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)