-
1 Αράξης
Ἀράξηςmasc acc pl (attic epic doric)Ἀράξηςmasc nom /voc pl (doric aeolic)Ἀράξηςmasc nom sg -
2 Ἀράξης
Ἀράξηςmasc acc pl (attic epic doric)Ἀράξηςmasc nom /voc pl (doric aeolic)Ἀράξηςmasc nom sg -
3 Αραξης
- ου, ион. εω ὅ Аракс1) река в Армении, впад. в Каспийское море Plut.2) приток Эвфрата в Месопотамии Xen.3) река в Скифии Her. -
4 αράξης
-
5 ἀράξης
-
6 Araxes
Araxēs, is, Akk., ēn u. em, m. (Ἀράξης), I) Fluß in Großarmenien, j. Aras, Plin. 6, 25. Verg. Aen. 8, 728. Lucan. 1, 19. – Meton. = die Anwohner des Araxes, Stat. silv. 5, 2, 32. – Dav. Araxēus, a, um, des Araxes, araxeisch, aequor, Avien. descr. orb. 30. – II) der bedeutendste Fluß in Persis, der an Persepolis vorbeifloß, j. Bend-Emir, Curt. 4, 5 (21), 4; 5, 4 (13), 7. – Nbf. Araxis, wov. Akk. Araxim, Oros. 6, 19, 1.
-
7 Αλμος
ὁ Гальм (прежнее название римск. Ἀράξης) Plut. -
8 Φασις
I- ιδος ὅ (dat. ιδι и ει - ион. ι) Фасид1) сын Гелиоса, отец Колха Plut.2) река в Колхиде, ныне Рион Hes., Pind., Aesch., Soph.3) верхнее течение римск. Ἀράξης в Армении Xen.II -
9 Ăraxēs
Ăraxēs, is, m. (acc. -em, -en) l'Araxe. [st2]1 [-] fleuve d'Arménie. [st2]2 [-] fleuve de Perse. - [gr]gr. Ἀράξης. - Ăraxēus, a, um: d'Araxe. -
10 Αραξών
-
11 Ἀραξῶν
-
12 Αράξα
-
13 Ἀράξα
-
14 Αράξας
-
15 Ἀράξας
-
16 Αράξεα
-
17 Ἀράξεα
-
18 Αράξην
-
19 Ἀράξην
-
20 Αράξιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἀράξης — masc acc pl (attic epic doric) Ἀράξης masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἀράξης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αράξης — (Αras ή Araks).Ποταμός (915 χλμ.) της Ασίας, που σημειώνει στον μέσο ρου του τα όρια μεταξύ Γεωργίας, Αρμενίας και Τουρκίας και πιο πάνω τα όρια μεταξύ Αζερμπαϊτζάν και Ιράν. Εκβάλλει στην Κασπία. Οι Τούρκοι τον ονομάζουν Αράς … Dictionary of Greek
ἀράξης — ἄραξις dashing fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀράξα fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀραξῶν — Ἀράξης masc gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράξεα — Ἀράξης masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράξην — Ἀράξης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀράξιος — Ἀράξης masc gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Αρμενία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 140.000 τ. χλμ.) της δυτικής Ασίας με ασφαλή μάλλον φυσικά σύνορα. Γενικά ως Α. ορίζεται η περιοχή που εκτείνεται σε μήκος μεταξύ του άνω ρου του Ευφράτη και της λεκάνης της Ουρμίας λίμνης και σε πλάτος μεταξύ… … Dictionary of Greek
АРАКС — • Araxes, Άράξης, 1. река в Армении (Arr. 7, 16, 3), н. Араке, соединившись с рекой Киром (Кура), впадает в Каспийское море; 2. река близ Персеполя, н. Бендемир, впадает в соляное озеро Бахтегкан. Arr. 3, 18, 6 … Реальный словарь классических древностей
Ἀράξα — Ἀράξᾱ , Ἀράξης masc acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)