Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

Ἀρχίας

См. также в других словарях:

  • Αρχίας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Οινοχόος και συγγενής του Οινέα, που σκοτώθηκε σε παιδική ηλικία με –ακούσιο– ράπισμα από τον Ηρακλή για κάποιο σφάλμα που έκανε σε συμπόσιο ή στους γάμους του Ηρακλή με τη Δηιάνειρα. Ο Ηρακλής τον σκότωσε τω δακτύλω παίσας… …   Dictionary of Greek

  • Ἀρχίας — Ἀρχίᾱς , Ἀρχίης masc acc pl Ἀρχίᾱς , Ἀρχίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ακταίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρισταίου και της Αυτονόης, κόρης του βασιλιά των Θηβών Κάδμου. Ήταν άριστος και ατρόμητος κυνηγός και διδάχτηκε την τέχνη του κυνηγιού από τον κένταυρο Χείρωνα. Η πιο διαδεδομένη παράδοση σχετικά με τον Α. ήταν ότι …   Dictionary of Greek

  • Авл Лициний Архий — У этого термина существуют и другие значения, см. Архий. Авл Лициний Архий Ἀρχίας Род деятельности: поэзия Дата рождения: 121 год до н.& …   Википедия

  • Archias of Pella — Archias son of Anaxidotus from Pella (Greek: polytonic|Ἀρχίας Ἀναξιδότου Πελλαῖος) was a Macedonian officer and geographer who served as Trierarch under admiral Nearchus. Archias was despatched with a galley of 30 oars, and reached the island of… …   Wikipedia

  • Archias — (Greek: polytonic|Ἀρχίας) may refer to:Poets*Aulus Licinius Archias Roman era Greek poet from Antioch *Archias of Macedon,Archias of Byzantium,Archias of Mytilene,Archias the younger in Greek anthology [Cicero the AdvocatePage 292 By Jonathan… …   Wikipedia

  • Archias — (griechisch Ἀρχίας) war der Name folgender Personen: der Gründer der Kolonie Syrakus (um 733 v. Chr.); siehe Archias (Oikist); das Oberhaupt der syrakusanischen Partei während des 1. Sizilischen Krieges (425 v. Chr.);… …   Deutsch Wikipedia

  • АРХИЙ —    • Archias,          Άρχίας,        1. коринфянин из рода Гераклидов; похитив мальчика Актиона, должен был, по указанию оракула, покинуть родной город и сделался основателем Сиракуз. Thuc. 6, 3;        2. фиванец, предавший Кадмею спартанскому… …   Реальный словарь классических древностей

  • Архий — (греч. Ἀρχίας) имя собственное. Архий (ойкист) житель Коринфа, основатель (ойкист) Сиракуз в 733 году до н. э.; из рода коринфских Гераклидов (Бакхиадов). Авл Лициний Архий (121 год до н. э. 61 год до н. э.) греческий поэт родом из Антиохии в… …   Википедия

  • μυελός — ο (ΑΜ μυελός) φρ. «μέχρι μυελού οστέων» σε μεγάλο βαθμό, καθ ολοκληρίαν, τελείως, εντελώς («είναι ερωτευμένος μέχρι μυελού οστέων») νεοελλ. φρ. α) «νωτιαίος μυελός ανατ. το τμήμα τού κεντρικού νευρικού συστήματος το οποίο περιέχεται μέσα στον… …   Dictionary of Greek

  • Βακχιάδαι/-ες — Γένος αρχόντων της Κορίνθου, που κατάγονταν από τον Βάκχι. Αρχικά το πολίτευμα των Β. ήταν βασιλικό (9ος–7ος αι. π.Χ.), έπειτα ολιγαρχικό (με ετήσιο Β. πρύτανη) έως το 657 π.Χ. Λέγεται πως οι Β. αποίκισαν την Κέρκυρα και τις Συρακούσες… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»