-
1 Απαισός
-
2 Ἀπαισός
-
3 Ἀπαισός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Ἀπαισός
-
4 Απαισού
-
5 Ἀπαισοῦ
-
6 Απαισόν
-
7 Ἀπαισόν
-
8 Παισός
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Παισός
-
9 ἀ- (3)
ἀ-Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]Etymology: The origin of the phenomenon is unknown; it is due to a non-IE language. The fact may be different from the Pre-Greek prothetic vowel.Page in Frisk: 1,1Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἀ- (3)
См. также в других словарях:
Ἀπαισός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Απαισός — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στη νότια ακτή της Προποντίδας. Ο Στράβων αναφέρει πως μετά την καταστροφή της οι κάτοικοί της μετανάστευσαν στη Λάμψακο … Dictionary of Greek
Ἀπαισοῦ — Ἀπαισός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπαισόν — Ἀπαισός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)