-
1 Αμφιλοχικος
3амфилохийский
См. также в других словарях:
Ἀμφιλοχικῶν — Ἀμφιλοχικός fem gen pl Ἀμφιλοχικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιλοχικόν — Ἀμφιλοχικός masc acc sg Ἀμφιλοχικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιλοχικοί — Ἀμφιλοχικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιλοχικοῦ — Ἀμφιλοχικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιλοχικούς — Ἀμφιλοχικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιλοχικῆς — Ἀμφιλοχικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιλοχικῇ — Ἀμφιλοχικός fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμφιλοχικῷ — Ἀμφιλοχικός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)