-
1 Ακτορις
- ίδος ἥ Акторида ( служанка Пенелопы) Hom.
См. также в других словарях:
Ἀκτορίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ακτορίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Πιστή υπηρέτρια της Πηνελόπης, που έμεινε κοντά της στα χρόνια που έλειπε ο Οδυσσέας στην Τροία. Η Α. υπηρετούσε στο ιδιαίτερο δωμάτιο της Πηνελόπης από την πρώτη ημέρα του γάμου της (Οδύσσεια, ψ) … Dictionary of Greek
Ἀκτορίδας — Ἀκτορίδᾱς , Ἀκτορίδης masc acc pl Ἀκτορίδᾱς , Ἀκτορίδης masc nom sg (epic doric aeolic) Ἀκτορίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)