Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Ἀκτορίς

См. также в других словарях:

  • Ἀκτορίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ακτορίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Πιστή υπηρέτρια της Πηνελόπης, που έμεινε κοντά της στα χρόνια που έλειπε ο Οδυσσέας στην Τροία. Η Α. υπηρετούσε στο ιδιαίτερο δωμάτιο της Πηνελόπης από την πρώτη ημέρα του γάμου της (Οδύσσεια, ψ) …   Dictionary of Greek

  • Ἀκτορίδας — Ἀκτορίδᾱς , Ἀκτορίδης masc acc pl Ἀκτορίδᾱς , Ἀκτορίδης masc nom sg (epic doric aeolic) Ἀκτορίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»