Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἅτε

  • 1 ἅτε

    Lexicon to Pindar > ἅτε

  • 2 ἄτε

    ἄτε (acc. plur. neutr. von ὅστε), gleichwie, gleich als ob, dem lat. quippe entsprechend, Il. 11, 779. 22, 127, wo es aber richtiger als neutr. plur. gefaßt wird, Lehrs Aristarch. p. 162; Her. 5, 85, oft; auch Pind., z. B. Ol. 1, 2, bes. καϑ' ἅτε; auch durch einen Satz wiederzugeben, Κύπρις, ἅτε γένους προμάτωρ, als Ahnfrau, da du ja die Stammmutter bist, Aesch. Spt. 127. In Prosa bes. beim partic., einen objectiven Grund einführend (wie ὡς einen subjectiven, s. ὡς), ἅτε Λέσβιος ὤν Plat. Prot. 341 c; bei gen. abs., ἅτε μακρῶν τῶν νυκτῶν οὐσῶν Conv. 223 b; ἅτε γάρ Crat. 404 d; ἅτε οὖν Gorg. 521 d u. öfter; ἅτε δή Theaet. 182 d u. A.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἄτε

  • 3 άτε

    ἆτος
    insatiate: masc /fem voc sg
    ——————
    ἅτε
    just as: indeclform (adverb)
    ——————
    ἆ̱τε, ἄατος
    insatiate: masc /fem voc sg
    ——————
    ἆ̱τε, ἄατος
    insatiate: masc /fem voc sg
    ἄτε, ἆτος
    insatiate: masc /fem voc sg
    ——————
    ὅστε
    who: fem dat sg (doric)

    Morphologia Graeca > άτε

  • 4 ἅτε

    ἅτε, properly acc. pl. neut. of ὅστε (as in Il.11.779, 22.127).
    I just as, as if, so as, ἅ. σήριον ἄστρον prob. in Alcm.23.62, cf. Pi.O.1.2, P.4.30, Hdt.5.85, S.Aj. 168 (lyr., s. v. l.);

    τιμᾶν τινα ἅ. ἱερόφαντιν Jul. Or.7.221c

    .
    II causal, inasmuch as, seeing that, with part.,

    ἅτε τὸν χρυσὸν ἔχων Hdt.1.154

    , cf. 102; Cratin.295, Ar. Pax 623, Th.4.130, etc.: with gen. abs.,

    ἅτε τῶν ὁδῶν φυλασσομένων Hdt.1.123

    , cf. Pl. Smp. 223b, etc.:—with part. omitted, δίκτυα δοὺς [αὐτῷ] ἅτε θηρευτῇ [ὄντι] Hdt.1.123, etc.; ἅ. γένους προμάτωρ dub. in A.Th. 140 (lyr.);

    ἅ. δή Hdt.1.171

    ;

    ἅ. δὴ οὖν Pl.Prt. 321b

    ; ὡς ἅ. freq. in Olymp. in Mete.39.12, al.—Rare in Trag., and onlv in lyr.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἅτε

  • 5 ατε

         ἅτε
         (ᾰ) conj. [n pl. к ὅστε См. οστε]
        1) (подобно тому) как, словно
        

    (ἅ. παρθένος ἠΐθεός τε Hom.; ἅ. ταῦρος Soph.)

        2) как, в качестве
        

    (Κύπρις, ἅ. γένους προμάτωρ Aesch.)

        3) так как, поскольку
        

    ἅ. τῶν ὁδῶν φυλασσομένων Her. — ввиду того, что дороги охранялись;

        ἅ. (δέ) οὖν Plat.а так как

    Древнегреческо-русский словарь > ατε

  • 6 ἇτε

    ἇτε, [dialect] Lacon.
    A = ὡς, IG5(1).213.

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἇτε

  • 7 ἅτε

    ἅτε, ἅ τε: never as adv. in Homer, see ὅς τε.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἅτε

  • 8 ἅτε

    ἅτε, ἅ τε: never as adv. in Homer, see ὅς τε.

    A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἅτε

  • 9 ἄτε

    ἄτε, gleichwie, gleich als ob, lat. quippe

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > ἄτε

  • 10 ἄτε

    Βλ. λ. άτε

    Morphologia Graeca > ἄτε

  • 11 ἅτε

    Βλ. λ. άτε

    Morphologia Graeca > ἅτε

  • 12 ἆτε

    Βλ. λ. άτε

    Morphologia Graeca > ἆτε

  • 13 ἇτε

    Βλ. λ. άτε

    Morphologia Graeca > ἇτε

  • 14 ᾇτε

    Βλ. λ. άτε

    Morphologia Graeca > ᾇτε

  • 15 ἅτε

    X 0-0-0-0-1=1 3 Mc 1,29
    since, in as much as (causal) [+gen. abs.]

    Lust (λαγνεία) > ἅτε

  • 16 άτ'

    ἅτε, ἅτε
    just as: indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > άτ'

  • 17 ἅτ'

    ἅτε, ἅτε
    just as: indeclform (adverb)

    Morphologia Graeca > ἅτ'

  • 18 ὅστε

    ὅστε, ὅς τε ( ὅντε), οἵτε); ἅτε), ἅντε, αἵτε; ἅτε nom., acc.)
    a rel., who, which

    Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.35

    Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν, Χάριτες ( ταίτε coni. Bergk) O. 14.2

    θυγατέρι. ἅν τε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39

    ( Πηλεὺς καὶ Κάδμος)

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν, οἵ τε ἄιον P. 3.89

    φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο, ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτονP. 4.30 [ οἳ τε (codd.: οἳ γε Mosch.: οἳ λτ;προγτ; Schr.: τε del. Wil., edd. plerique) P. 7.10]

    χάριν. ἅ τε τὸν Ἰφικλείδαν διαφέρει Ἰόλαον P. 11.59

    φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων, Φερσεφόνας ἕδος, ἅ τ' ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν, ὦ ἄνα P. 12.2

    ἀρούραισιν, αἵτ' ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν N. 6.9

    ἀεθλοφόροι οἵ τε πόνων ἐγεύσαντο N. 6.24

    ἔργα. Βασσίδαισιν ἅ τ' οὐ σπανίζει N. 6.31

    ὥρα πότνια, ἅ τε παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ ἑτέραις (v. Barrett on Eur., Hipp. 526) N. 8.2

    ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος N. 9.9

    χαλκὸν μυρίον ὅν τε Κλείτωρ θῆκε N. 10.47

    παῖ Ῥέας, ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία N. 11.1

    Νικόμαχος ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἐνέγνον I. 2.23

    φάμα · ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις Σικυῶνος I. 4.25

    ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει I. 4.47

    Πηλέι, ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίονI. 8.40 τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν fr. 33c. 3.

    Πανελλάδος, ἅν τε Δελφῶν ἔθνος εὔξατο λιμοῦ θ[ Pae. 6.63

    [οἵ τ (τ balances τ v. 5.) fr. 75. 3.] ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι fr. 96. 1. νεάνιδες, αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε fr. 122. 3. τῶ[ν.. Λο]κρῶν τις, οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ fr. 140b. 4. πῦρ πνέοντος ἅ τε κεραυνοῦ ἄγχιστα (sc. ἡμένα Ἀθάνα) fr. 146. om. antecedent,

    σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91

    b n. pl. ἅτε,
    I just as, like c. subs., part., gen. abs.

    ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει νυκτὶ O. 1.2

    τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.14

    ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι P. 2.79

    ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος N. 7.105

    εἶπέν τε φωνήσαις ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51

    ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος Pae. 6.12

    ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.
    II inasmuch as c. part.

    ποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν ὑποθεύσομαι P. 2.84

    Lexicon to Pindar > ὅστε

  • 19 ὅς τε

    ὅστε, ὅς τε ( ὅντε), οἵτε); ἅτε), ἅντε, αἵτε; ἅτε nom., acc.)
    a rel., who, which

    Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.35

    Καφισίων ὑδάτων λαχοῖσαι αἵτε ναίετε καλλίπωλον ἕδραν, Χάριτες ( ταίτε coni. Bergk) O. 14.2

    θυγατέρι. ἅν τε δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39

    ( Πηλεὺς καὶ Κάδμος)

    λέγονται μὰν βροτῶν ὄλβον ὑπέρτατον οἳ σχεῖν, οἵ τε ἄιον P. 3.89

    φιλίων δ' ἐπέων ἄρχετο, ξείνοις ἅ τ ἐλθόντεσσιν εὐεργέται δεῖπν ἐπαγγέλλοντι πρῶτονP. 4.30 [ οἳ τε (codd.: οἳ γε Mosch.: οἳ λτ;προγτ; Schr.: τε del. Wil., edd. plerique) P. 7.10]

    χάριν. ἅ τε τὸν Ἰφικλείδαν διαφέρει Ἰόλαον P. 11.59

    φιλάγλαε, καλλίστα βροτεᾶν πολίων, Φερσεφόνας ἕδος, ἅ τ' ὄχθαις ἔπι μηλοβότου ναίεις Ἀκράγαντος ἐύδματον κολώναν, ὦ ἄνα P. 12.2

    ἀρούραισιν, αἵτ' ἀμειβόμεναι τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν N. 6.9

    ἀεθλοφόροι οἵ τε πόνων ἐγεύσαντο N. 6.24

    ἔργα. Βασσίδαισιν ἅ τ' οὐ σπανίζει N. 6.31

    ὥρα πότνια, ἅ τε παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ ἑτέραις (v. Barrett on Eur., Hipp. 526) N. 8.2

    ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος N. 9.9

    χαλκὸν μυρίον ὅν τε Κλείτωρ θῆκε N. 10.47

    παῖ Ῥέας, ἅ τε πρυτανεῖα λέλογχας, Ἑστία N. 11.1

    Νικόμαχος ὅν τε καὶ κάρυκες ὡρᾶν ἐνέγνον I. 2.23

    φάμα · ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις Σικυῶνος I. 4.25

    ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει I. 4.47

    Πηλέι, ὅν τ' εὐσεβέστατον φάτις Ἰαολκοῦ τράφειν πεδίονI. 8.40 τέρας, ἅν τε βροτοὶ Δᾶλον κικλῄσκοισιν fr. 33c. 3.

    Πανελλάδος, ἅν τε Δελφῶν ἔθνος εὔξατο λιμοῦ θ[ Pae. 6.63

    [οἵ τ (τ balances τ v. 5.) fr. 75. 3.] ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι fr. 96. 1. νεάνιδες, αἵ τε τᾶς χλωρᾶς λιβάνου ξανθὰ δάκρη θυμιᾶτε fr. 122. 3. τῶ[ν.. Λο]κρῶν τις, οἵ τ' ἀργίλοφον πὰρ Ζεφυρίου κολώναν ν[ fr. 140b. 4. πῦρ πνέοντος ἅ τε κεραυνοῦ ἄγχιστα (sc. ἡμένα Ἀθάνα) fr. 146. om. antecedent,

    σάφα δαεὶς ἅ τε οἱ πατέρων ὀρθαὶ φρένες ἐξ ἀγαθῶν ἔχρεον O. 7.91

    b n. pl. ἅτε,
    I just as, like c. subs., part., gen. abs.

    ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει νυκτὶ O. 1.2

    τεά κεν ἐνδομάχας ἅτ' ἀλέκτωρ συγγόνῳ παῤ ἑστίᾳ ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.14

    ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθὺ σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι P. 2.79

    ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει, τέκνοισιν ἅτε μαψυλάκας Διὸς Κόρινθος N. 7.105

    εἶπέν τε φωνήσαις ἅτε μάντις ἀνήρ I. 6.51

    ἤτορι δὲ φίλῳ παῖς ἅτε ματέρι κεδνᾷ πειθόμενος Pae. 6.12

    ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.
    II inasmuch as c. part.

    ποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν ὑποθεύσομαι P. 2.84

    Lexicon to Pindar > ὅς τε

  • 20 ατ'

    ἅτε, ἅτε
    just as: indeclform (adverb)
    ——————
    ἆ̱τα, ἄατος
    insatiate: neut nom /voc /acc pl
    ἆ̱τε, ἄατος
    insatiate: masc /fem voc sg
    ἆ̱ται, ἄτη
    bewilderment: fem nom /voc pl
    ——————
    ᾇτε, ὅστε
    who: fem dat sg (doric)

    Morphologia Graeca > ατ'

См. также в других словарях:

  • άτε — ἅτε (σύνδ.) (Α) 1. (ομοιωματ.) όπως, καθώς («παταγοῡσιν ἅτε πτηνῶν ἀγέλαι») 2. (αιτιολ.) (με μετοχές) επειδή, αφού, καθώς (ἅτε δὴ οὖν οὐ πάνυ τι σοφὸς ὢν ὁ Ἐπιμηθεύς» καθώς λοιπόν δεν ήταν και πολύ πολύ σοφός ο Επιμηθεύς, Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αιτ.… …   Dictionary of Greek

  • ἅτε — just as indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἇτε — ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτε — ἆτος insatiate masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἆτε — ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾇτε — ὅστε who fem dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος — (ΑΤΕ). Τραπεζικός οργανισμός που ιδρύθηκε το 1929 με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Αν και η ανάγκη ενός πιστωτικού οργανισμού που θα χρηματοδοτούσε τη γεωργική παραγωγή είχε γίνει αισθητή ήδη από τα χρόνια του κυβερνήτη Καποδίστρια, μόνο… …   Dictionary of Greek

  • .άτ' — ἅτε , ἅτε just as indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅθ' — ἅτε , ἅτε just as indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἅτ' — ἅτε , ἅτε just as indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ᾇτ' — ᾇτε , ὅστε who fem dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»