-
1 αμιπποι
οἱ пехота, перемешанная с конницей, по друг. конница, сражавшаяся и в пешем строю Thuc., Xen.
См. также в других словарях:
ἅμιπποι — ἅμιππος keeping up with horses masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμιππος — ἅμιππος, ον (Α) 1. αυτός που συμβαδίζει με άλογα, που είναι δηλ. ταχύς σαν άλογο 2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἅμιπποι πεζοί στρατιώτες που παρατάσσονταν ανάμεσα στους ιππείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμα «συγχρόνως μαζί» + ἵππος] … Dictionary of Greek