-
1 Κρατος
-
2 κράτος
τό1) государство; держава; 2) власть;τό κράτος τού
ζόφου власть тьмы;§ κατά κράτος — совершенно, полностью;
νικιέμαι κατά κράτος — терпеть полное поражение;
υπό το κράτος τού φόβου — во власти страха, от страха
-
3 κρατος
I.gen. к *κράς См. κραςII.1) сила, мощь, крепость(τὸ σιδήρου κ. Hom.)
κατὰ κ. — всеми силами (πολεμεῖν Plat.; πολιορκεῖσθαι Thuc.) или приступом, штурмом (πόλιν ἑλεῖν Thuc.);ἐλαύνειν ἀνὰ κ. Xen. — мчаться во весь опор;πρὸς ἰσχύος κ. Soph. — силой, насильно2) могущество, власть (sc. Διός Hom.)τὸ πᾶν κ. ἔχειν Her. — быть всемогущим;
θρόνων χράτη Soph. — царская власть;τὸ τῆς θαλάσσης κ. Thuc. — господство на море;τὸ κ. ἔχειν τῆς στρατιῆς Her. — стоять во главе армии3) глава, вождь, повелительἈχαιῶν δίθρονον κ. Aesch. — оба повелителя ахейцев, т.е. Агамемнон и Менелай;
4) одоление, победа(νίκη καὴ κ. τῶν πολεμίων Plat.)
5) pl. бесчинства, проступки(εἰ ταῦτ΄ ἀνατεὴ τῇδε κείσεται κράτη Soph.)
-
4 κράτος
τὸ κράτος, ους сила, превосходство; держава -
5 κράτος
{сущ., 12}власть, могущество, сила, держава.Ссылки: Лк. 1:51; Деян. 19:20; Еф. 1:19; 6:10; Кол. 1:11; 1Тим. 6:16; Евр. 2:14; 1Пет. 4:11; 5:11; Иуд. 1:25; Откр. 1:6; 5:13. LXX: 5797 (זעֺ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κράτος
-
6 κράτος
{сущ., 12}власть, могущество, сила, держава.Ссылки: Лк. 1:51; Деян. 19:20; Еф. 1:19; 6:10; Кол. 1:11; 1Тим. 6:16; Евр. 2:14; 1Пет. 4:11; 5:11; Иуд. 1:25; Откр. 1:6; 5:13. LXX: 5797 (זעֺ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κράτος
-
7 κράτος
власть, могущество, сила, держава; LXX: (עֹז); син. βία, δύναμις, ἐνέργεια, ἐξουσία, ἰσχύςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κράτος
-
8 κράτος
силасилу силеΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > κράτος
-
9 κράτος
[кратос] ουσ. о. государство.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κράτος
-
10 κράτος
[кратос] ουσ ο государство. -
11 κρας
τό (только gen. κρᾱτός и κράᾰτος, dat. κρᾱτί и κράᾰτι, acc. κρᾶτα; pl.: gen. κράτων с ᾱ, dat. κρᾱσίν - эп. κράτεσφι с ᾱ, acc. κρᾶτας)1) n и f голова(ἀπὸ κρατὸς κυνέην θεῖναι Hom.; ἀποκοπὰ κρατός Aesch.; ἐς τὸ κείνου κρᾶτα ἐνήλατο ἥ τύχη Soph.; τέκνα ὁρῶ κρᾶτας ἐξεστεμμένα Eur.)
2) вершина(Οὐλύμποιο Hom.)
3) внутренний угол, т.е. глубина(ἐπὴ κρατὸς λιμένος Hom.). - см. тж. κρᾶτα
-
12 ισχυς
- ύος ἥ (ῡ только в двусложных формах, в трехсложных - за редким исключением, ῠ)1) (тж. τὸ κράτος τῆς ἰσχύος NT.) сила, могущество(ἰ. θεῶν, ἰ. βασιλεία Aesch.)
ἐπὴ μέγα ἐλθεῖν ἰσχύος Thuc. — достигнуть большого могущества2) мощь, мощность, крепость(ἰ. σώματος, ἰ. καὴ ῥώμη Plat.)
ἰσχύες καὴ ἀσθένειαι Plat. — сильные и слабые стороны;ἐξ (ὅλης τῆς) ἰσχύος NT. — изо всей силы3) возможность, способностьἰ. ἥ κινοῦσα Arst. — движущая сила;
ἰ. μάχης Thuc. и ἰ. πολεμική Arst. — боевая сила, боеспособность;ἰ. γῆς Xen., Soph. — плодородие земли;παρὰ ἰσχὺν τῆς δυνάμεως Thuc. — ниже (своих) возможностей4) сила, твердость(τῆς ἐλπίδος Thuc.)
5) сила, насилиеἰ. καὴ δίκη Aesch. — сила и право;
κατ΄ ἰσχύν Aesch. и ἰσχύϊ Plat. — силой, насильно;ἢ λόγῳ, ἢ πρὸς ἰσχύος κράτος Soph. — убеждением ли, или силой6) укрепленность, неприступность(χωρίου Thuc.)
-
13 καρτος
(χειρῶν Hom.; βίῃ καὴ κάρτεϊ Hes.)
-
14 κατακρηθεν
κατάκρηθεν, κατα-κρῆθεν1) над головой, сверху(δένδρεα κ. χέε καρπόν Hom.)
κ. κεκαλλυμένη HH. — закутав голову (покрывалом)2) полностью, глубоко(Τρῶας κ. λάβε πένθος Hom.)
-
15 κατακρηθεν...
κατακρῆθεν...κατάκρηθεν, κατα-κρῆθεν1) над головой, сверху(δένδρεα κ. χέε καρπόν Hom.)
κ. κεκαλλυμένη HH. — закутав голову (покрывалом)2) полностью, глубоко(Τρῶας κ. λάβε πένθος Hom.)
-
16 κρατιστος
(ᾰ), эп. κάρτιστος 31) чрезвычайно сильный, сильнейшийκ. πετεηνῶν Hom. — (орел), сильнейшее из пернатых;
κ. Ἑλλήνων Soph. = Ἀχιλλεύς;κ. θεῶν Pind. = Ζεύς;καρτίστη μάχη Hom. — жесточайшая битва;δεσμὸς κ. Plat. — крепчайшая связь2) (наи)лучшийκ. τέν ψυχήν Thuc. — лучший по душевным качествам;
οἱ κράτιστοι Xen. — знатнейшие из граждан;τὰ κράτιστα τῆς χώρας Xen. — лучшая часть страны;δυνάμεως τὸ κράτιστον Xen. — лучшая часть, цвет армии;διαβάλλειν τε καὴ ἀπολύσασθαι διαβολὰς κ. Plat. — весьма искусный как в клевете, так и в опровержении клеветы;φυγέειν κάρτιστον ἀπ΄ αὐτῆς Hom. — от нее (Скиллы) лучше всего бежать;ἀπὸ τοῦ κρατίστου Polyb. — самым серьезным образом - см. тж. κράτιστα -
17 ακρατος
Iион. ἄκρητος 21) беспримесный, неразбавленный, чистый(οἶνος Hom., Her., Xen.; γάλα Hom.; αἶμα Aesch., Soph.)
ἄκρητοι σπονδαί Hom. — возлияния из чистого вина2) чистый, абсолютный(νοῦς Xen.)
3) полный, неограниченный(ἐλευθερία Plat.; δημοκρατία Plut.)
4) истинный, подлинный(δικαιοσύνη, ψεῦδος Plat.)
5) необузданный, неумеренный, безмерный, крайний(ὀργή Arst.; θάρσος Plut.)
ἄ. ὀργήν Aesch. — необузданный в своем гневе, свирепый;ἄκρατον καῦμα Anth. — палящий зной;σκότος ἄκρατον Plut. — непроглядная тьма;ἄ. ἐλθεῖν τινι Eur. — со всей силой напасть на кого-л.6) свободный (от), непричастный (к), лишенный(ἁπασῶν ἀλγηδόνων Plat.; βίος κακῶν ἄ. Plut.)
IIὅ (sc. οἶνος) чистое (неразбавленное) вино Arst. -
18 αλαλκω
(ᾰλαλ) поздн. (эп. inf. ἀλαλκέμεν(αι), inf. aor. 2 ἀλαλκεῖν) отражать, отгонять(μυίας τινί, λοιγόν τινος Hom.; πότμον τινί Pind.)
ὅ κέν τοι κρατὸς ἀλάλκῃσιν κακὸν ἦμαρ Hom. — да отвратит это от тебя страшную судьбу -
19 αμαω
(ᾱμ и ᾰμ)(реже med.)
1) жать, убирать (урожай)(λήϊον Hom.; σῖτον Her.; θέρος Arph.)
καλῶς ἤμησαν Aesch. — они собрали обильную жатву, перен. им повезло2) срезывать, собирать(ὄροφον λειμωνόθεν Hom.; θαλλόν Theocr.; σχοῖνον Anth.)
τέν ἐλευθερίαν ἀ. Plut. — пожинать плоды свободы3) сливать(γάλα ἐν ταλάροισιν Hom.)
4) насыпатьκρατὸς ὕπερθε κόνιν ἀ. Anth. — посыпать голову прахом ( в знак траура);
γαῖάν τινι ἀμήσασθαι Anth. — насыпать над кем-л. могильный холм5) скашивать, перен. истреблять, уничтожать(ἔγχει γονάς τινος Anth.)
-
20 ανα
I.I(ᾰᾰ), эп. тж. ἀν adv.1) наверху, сверху(μέλανες ἀ. βότρυες ἦσαν Hom.)
2) вверхἀν δ΄ Ὀδυσεὺς ἀνίστατο Hom. — Одиссей поднялся
IIэп. тж. ἀν(ἀ. νηὸς βαίνειν Hom.)
(ἥκειν ἀ. ναυσί Eur.)
ἀ. ἡμιόνοις Pind. — на запряженной мулами колеснице(1) наверху, на(Κενταύρων ἀ. ὄρος Eur.)
τίν΄ ἀ. χἐρα ἔβα ; Eur. — кто принес его?(2) вверх на(ἀναβαινειν ἀ. ὀρσοθύρην Hom.)
(3) вверх по(ἀ. ποταμὸν πλεῖν Her.)
(4) в глубине, вἀ. δῶμα Διός Hom. — во дворце Зевса;
ἀ. θυμόν Hom. — в душе, мысленно;ἀ. στόμα ἔχειν τινά Hom. — без умолку говорить о ком-л.(5) на (всем) протяжении; по; через, сквозь; вἀ. δῆμον πτωχεύειν Hom. — ходить по миру, побираться;
ἀ. πᾶσαν τέν γῆν Xen. — по всей земле;ἀ. τέν Ἑλλάδα Her. — во (всей) Греции;ἀ. τὸ σκοτεινόν Thuc. — в темноте(6) между, среди, в числе(ἀ. πρώτους εἶναι Her.)
(7) в продолжение, в течение(ἀ. νύκτα Hom.; ἀ. τὸν πόλεμον Her.)
ἀ. χρόνον Her. — затем, впоследствии, со временем(8) в знач. приставки еже-, каждый(ἀ. πᾶσαν ἡμέρην Her.; ἀ. πᾶν ἔτος Her. или ἀ. ἕκαστον ἔτος Plat.)
(9) распределительно поἀ. πέντε παρασάγγας τῆς ἡμέρας Xen. — по пяти парасангов в день;
εἴκοσιν ἀ. Arph. — по двадцати;ἀ. μέρος Arst. — по частям(10) по, сообразноἀ. κράτος Xen. — в меру силы, т.е. изо всех сил;
ἀ. λόγον Plat. — соответственно, относительно(11) редко приблизительно, около(ἀ. διηκόσια στάδια Her.)
II.I1) (= ἀμάστγηι) встань, поднимись Hom., Soph.2) (= ἀνάστητε) встаньте Aesch.II
См. также в других словарях:
κράτος — strength neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
κράτος — το ους 1. οργανωμένη πολιτεία, οι αρχές, κυβέρνηση, διοίκηση. 2. δύναμη, ισχύς: Μεγάλο είναι το κράτος του νόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρατός — κρᾱτός , κράς head fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κράτος — Κράτης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη-κράτος — Ιδιότυπη μορφή κράτους που δημιουργήθηκε στην αρχαία Ελλάδα. Φαίνεται πλέον εξακριβωμένο ότι οι πρώτες πόλεις κράτη εμφανίστηκαν στις ακτές της Μικράς Ασίας, όπου για λόγους άμυνας οι πρώτοι Έλληνες άποικοι οργανώθηκαν σε στερεές αμυντικές θέσεις … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek