Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄ-θραυστος

См. также в других словарях:

  • θραυστός — θραυστός, ή, όν (Α) [θραύω] 1. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να θραύσει, ο εύθραυστος 2. κατάλληλος για κατακρήμνιση 3. αυτός που θραύει, που συντρίβει 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ θραυστόν το θραύσμα …   Dictionary of Greek

  • θραυστός — frangible masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θραυστά — θραυστός frangible neut nom/voc/acc pl θραυστά̱ , θραυστός frangible fem nom/voc/acc dual θραυστά̱ , θραυστός frangible fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θραυστόν — θραυστός frangible masc acc sg θραυστός frangible neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θραυστοί — θραυστός frangible masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θραυστοῦ — θραυστός frangible masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θραυστούς — θραυστός frangible masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θραυστῆς — θραυστός frangible fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θραυστή — θραυστός frangible fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημίθραυστος — η, ο (Α ἡμίθραυστος, ον) κατά το ήμισυ σπασμένος, μισοσπασμένος, μισορραγισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θραυστος (< θραύω), πρβλ. ά θραυστος, εύ θραυστος] …   Dictionary of Greek

  • πολύθραυστος — ον, Α 1. σπασμένος σε πολλά κομμάτια 2. εύθραυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + θραυστός (< θραύω «σπάζω»), πρβλ. ά θραυστος, εύ θραυστος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»