-
1 ζωνός
-
2 πεντά-ζωνος
πεντά-ζωνος, mit fünf Gürteln od. Zonen, Strab. 2, 2, 1.
-
3 πορφυρό-ζωνος
πορφυρό-ζωνος, mit purpurnem Gurt, Hesych.
-
4 χρῡσό-ζωνος
χρῡσό-ζωνος, mit goldenem Gürtel; Lycophr. 1327; poet. bei Schol. Pind. N. 3, 64.
-
5 καλλί-ζωνος
καλλί-ζωνος, mit schönem Gürtel, γυναῖκες Il. 7, 139 u. öfter; κόραι Heliod. 3, 2.
-
6 εὔ-ζωνος
εὔ-ζωνος, ep. ἐΰζωνος, wohl gegürtet ( ζώνη), Hom. Il. u. H. Cer. öfters, wie bei Hes. Beiwort der Frauen, von dem das Obergewand in schöne Falten zusammenhaltenden Gürtel; Soph. frg. 216 εὐζώνους ἱματίων ἐπιζώστρας. – Von Männern, wohlgegürtet, die den χιτών höher als gewöhnlich hinaufgegürtet haben, um sich leichter bewegen zu können, dah. rüstig, flink, bes. von Soldaten. Her. 1, 72. 104, Thuc. 2, 07; Xen. Cyr. 4, 2, 15, oft in der An., gew. von leichten Truppen; 7, 3, 46 von Schwerbewaffneten, die den schweren Schild zurückließen; στρατιά Pol. 3, 35, 7; Plut. Demetr. 9 u. a. gp.; πενία εὔζ. καὶ κούφη Plut. Pelop. 3; – reisefertig, Luc. Catapl. 15. – Adv., Alciphr. 3, 55.
-
7 μεγαλό-ζωνος
μεγαλό-ζωνος, mit großem Gürtel, Schol. Eur. Phoen. 175.
-
8 μελάν-ζωνος
μελάν-ζωνος, mit schwarzem Gürtel, Nonn. D. 31, 116.
-
9 βαθύ-ζωνος
βαθύ-ζωνος ( ζώνη), von Frauen, tief gegürtet, nicht unter der Brust, sondern an den Hüften, so daß das Gewand tiefere, vollere Falten schlug, wie die Ionierinnen sich trugen, s. Böckh Explic. Pind. Ol. 3, 35; Iliad. 9, 594 Od. 3, 154; Aesch. Ch. 167; Pind. I. 5, 71 u. öfter; übh. prachtvoll gekleidet.
-
10 μονό-ζωνος
-
11 λιπαρό-ζωνος
λιπαρό-ζωνος, mit glänzendem Gürtel, Eur. Phoen. 178, Helios.
-
12 λαμπρό-ζωνος
λαμπρό-ζωνος, mit glänzendem Gürtel, Hesych. v. Ἁβρομίτρας.
-
13 οἰό-ζωνος
οἰό-ζωνος, = μονόζωνος, allein, ἄνδρ' ἕνα οἰὁζωνον, Soph. O. R. 846; Hesych. erkl. μονόστολος, der Alleingehende.
-
14 λῡσί-ζωνος
λῡσί-ζωνος, den Gürtel lösend, bes. von der Braut, den jungfräulichen Gürtel ablegend. – Ἄρτεμις heißt λυσίζωνος, auch λυσιζώνη, weil sie den Gebärenden beisteht, Schol. Ap. Rh. 1, 288, wie Εἰλείϑυια, Theocr. 17, 60. – Polyaen. 8, 24, 3 nennt Soldaten, welche die Rüstung abgelegt haben, so, discincti.
-
15 ὁμό-ζωνος
ὁμό-ζωνος, sich in derselben Zone mit einem Andern befindend, Sp.
-
16 ἁλί-ζωνος
-
17 ἄ-ζωνος
ἄ-ζωνος, ohne Gürtel, Sn.
-
18 ἑπτά-ζωνος
ἑπτά-ζωνος, mit sieben Gürteln, Kreisen, sp. D., wie Nonn. D. 1, 241.
-
19 ὑψί-ζωνος
ὑψί-ζωνος, hoch gegürtet, Callim. frg. 19.
-
20 ἰό-ζωνος
См. также в других словарях:
ιόζωνος — ἰόζωνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει ζώνη με χρώμα ίου 2. (κατά τον Ησύχ.) «πορφυρόζωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ ζωνος, πορφυρό ζωνος] … Dictionary of Greek
καλλίζωνος — η, ο (Α καλλίζωνος, ον) αυτός που φορά ωραία ζώνη («καλλίζωνοί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. αυτός που έχει λεπτή μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ ζωνος, εύ ζωνος] … Dictionary of Greek
λυσίζωνος — λυσίζωνος, ον (Α) 1. αυτός που λύνει τη ζώνη 2. (για νύφη) αυτή που καταθέτει, που αφιερώνει την παρθενική ζώνη στην Άρτεμι 3. (για στρατιώτη) αυτός που αποθέτει την πανοπλία, άοπλος 4. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λυσίζωνος α) επίκληση τής Αρτέμιδος … Dictionary of Greek
μονόζωνος — μονόζωνος, ον (ΑΜ) (ως επίθ. και ως ουσ.) 1. αυτός που φορά μία μόνο ζώνη 2. (για στρατιώτη) αυτός που είναι ελαφρά οπλισμένος αρχ. 1. αυτός που ταξιδεύει μόνος του 2. ακροβολιστής 3. (κατά το λεξ. Σούδα) «οἵ ἔφοδοι βάρβαροι ἢ ἀπελάται μάχιμοι».… … Dictionary of Greek
χαλκόζωνος — και δ. γρφ. χαλκεόζωνος, ον, Α αυτός που έχει χάλκινη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * / χαλκεο + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. πορφυρό ζωνος, χρυσό ζωνος] … Dictionary of Greek
μελάνζωνος — μελάνζωνος, ον (Μ) αυτός που φορά μαύρη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + ζώνη (πρβλ. βαθύ ζωνος, καλλί ζωνος)] … Dictionary of Greek
οιόζωνος — οἰόζωνος, ον (Α) αυτός που ταξιδεύει μόνος, μονόζωνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ ζωνος] … Dictionary of Greek
ομόζωνος — ὁμόζωνος, ον (Α) (για αστέρα) αυτός που βρίσκεται στην ίδια θέση με άλλον στον ουράνιο θόλο («ὁμόζωνα ζῴδια», Βέττ. Βάλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. μονό ζωνος] … Dictionary of Greek
πεντάζωνος — ον, Α αυτός που έχει πέντε ζώνες («πεντάζωνον...ὑπόθεσθαι δεῑ τὸν οὐρανόν», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. επτά ζωνος] … Dictionary of Greek
πολύζωνος — ον, Α φρ. «πολύζωνος λίθος» πολύτιμος λίθος που έχει πολλές ζώνες, πολλές φλέβες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ ζωνος] … Dictionary of Greek
πορφυρόζωνος — ον, Α αυτός που έχει πορφυρή ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + ζωνος (< ζώνη), πρβλ. λ. καλλί ζωνος] … Dictionary of Greek