-
1 πτιλο-βάφος
πτιλο-βάφος, Federn färbend, Sp.
-
2 πορφυρο-βάφος
πορφυρο-βάφος, ὁ, Purpurfärber; Ath. XIII, 604 b; Poll. 7, 169.
-
3 τρί-βαφος
τρί-βαφος, dreimal in die Farbe getaucht, d. i. echt gefärbt, Io. Laur. Lyd. mens. 1, 17.
-
4 χρῡσ-έμ-βαφος
χρῡσ-έμ-βαφος, in geschmolzenes Gold getaucht, dah. vergoldet, Suid.
-
5 χολό-βαφος
χολό-βαφος, Poll. 2, 214, p. χολοίβαφος, = χολοβαφής, Sp.
-
6 χολοί-βαφος
χολοί-βαφος, p. = χολόβαφος, Nic. Th. 444.
-
7 χλοή-βαφος
χλοή-βαφος, hellgrün gefärbt, l. d. für χολήβαφος.
-
8 χολή-βαφος
χολή-βαφος, gallenfarbig. Vgl. χολάφινος.
-
9 δί-βαφος
δί-βαφος, zweimal gefärbt, erst mit der Scharlachbeere, dann mit Purpur; = echt purpurn, Cic. fam. 2, 16.
-
10 ἀνθο-βάφος
ἀνθο-βάφος, ὁ, der Buntfärber, Plut. vit. aer. al. 7; Man. 2, 32.
-
11 ἄ-βαφος
ἄ-βαφος, nicht gefärbt, VLL.
-
12 ανθοβαφος
-
13 διβαφος
-
14 κοκκινοβαφής
κοκκῐνο-βᾰφής, ές,A = κοκκοβαφής, Callix.2:—also [suff] κοκκῐνό-βᾰφος, ον, Sch. rec.Pi.O.6.66.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κοκκινοβαφής
-
15 μονόβαφος
μονό-βᾰφος, ον,A single-dyed, Edict.Diocl.29.35, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μονόβαφος
-
16 πορφυροβάφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορφυροβάφος
-
17 σιδηρόβαφος
σῐδηρό-βᾰφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιδηρόβαφος
-
18 τρίβαφος
τρί-βᾰφος, ον,A thrice-dyed, i. e. of genuine dye, Lyd.Mag.1.7 (s. v.l.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρίβαφος
-
19 χλοήβαφος
χλοή-βᾰφος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλοήβαφος
-
20 χολόβαφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χολόβαφος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
παράβαφος — ον, Α (κατά τον Φώτ.) «παραβαφής». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + βαφος (< βάπτω), πρβλ. κοκκινό βαφος] … Dictionary of Greek
πορφυροβάφος — ὁ, Α τεχνίτης τής βαφής πορφυρών υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + βάφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. υδρο βάφος] … Dictionary of Greek
πτιλοβάφος — ὁ, ἡ, Α αυτός που βάφει πτίλα, πούπουλα πουλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτίλον «πούπουλο» + βάφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. πορφυρο βάφος] … Dictionary of Greek
σιδηρόβαφος — ον, Μ αυτός που έχει το χρώμα τού σιδήρου, σιδηρόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + βαφος (< βαφή < βάπτω), πρβλ. πορφυρό βαφος] … Dictionary of Greek
τρίβαφος — ον, Α ο τρεις φορές βαμμένος, δηλαδή ο καλά ή ανεξίτηλα βαμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + βαφος (< βαφή), πρβλ. δί βαφος] … Dictionary of Greek
τυπόβαφος — η, ο, Ν (για υφάσματα) αυτός που έχει αποτυπωμένα επάνω του έγχρωμα σχέδια, που έχει υποβληθεί σε κατεργασία τυποβαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύπος + βαφος (< βαφή), πρβλ. αιματό βαφος] … Dictionary of Greek
χολήβαφος — και χολόβαφος και χολοίβαφος, ον, Α αυτός που έχει το χρώμα τής χολής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + βαφος (< βάπτω), πρβλ. κοκκινό βαφος. Ο τ. χολοίβαφος για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
ερυθρόβαφος — η, ο ο ερυθροβαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + βαφος < βαφή] … Dictionary of Greek
μιλτοβαφώ — έω βάφω ή ζωγραφίζω με μίλτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλτος + βαφώ (< βάφος)] … Dictionary of Greek
μονόβαφος — μονόβαφος, ον (Α) αυτός που είναι θαμμένος με ένα μόνο χρώμα, ο μονόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + βαφος (< βάφω)] … Dictionary of Greek
υδροβαφής — ες, και ὑδρόβαφος, ον, Α βουτηγμένος σε νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + βαφής / βαφος (< βάφω), πρβλ. οἰνο βαφής] … Dictionary of Greek