Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἄτη

См. также в других словарях:

  • Ἄτη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄτῃ — Ἄτη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… …   Dictionary of Greek

  • ἄτη — ἄ̱τη , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄτῃ — ἄ̱τῃ , ἄτη bewilderment fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐργύα, πάρα δ’ἄτη. — ἐργύα, πάρα δ’ἄτη. См. Поручился, продался …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἄται — Ἄτη fem nom/voc pl Ἄτᾱͅ , Ἄτη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἄτηι — Ἄτῃ , Ἄτη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγελικάτος — άτη, άτο ωραίος σαν άγγελος, κομψός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγελικός + παραγ. κατάληξη άτος] …   Dictionary of Greek

  • πανοπλότατος — άτη, ον, Α πάρα πολύ νέος, νεώτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὁπλότατος «νεώτατος» (< ὅπλον)] …   Dictionary of Greek

  • πανυπέρτατος — άτη, ον, Α 1. ο ανώτατος όλων («μεγέθει πανυπέρτατος», Αριστοτ.) 2. αυτός που βρίσκεται στο έσχατο σημείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὑπέρτατος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»