Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄσῳστος

  • 1 ασωστος

        2
        безнадежный, погибший, пропащий
        

    (βίος Plut. - v. l. ἀβίωτος)

    Древнегреческо-русский словарь > ασωστος

  • 2 άσωστος

    η, ο[ν]
    1) не спасённый или которого невозможно спасти;

    τρείς μόνο από το πλήρωμα απομένουν άσωστοι — только трое из экипажа ещё не спасены;

    2) неизлечимый, обречённый на смерть;
    3) до которого не дотянешься, которого не достанешь (руками); 4) неизрасходованный (о запасах); 5) бесконечный, нескончаемый; 6) незаконченный, недоделанный; непрекращающийся (о скандалах, страданиях);

    έχω το σπίτι άσωστο — мой дом ещё не достроен;

    άσωστο τόκαμε το παιδί — она родила недоношенного ребёнка;

    7) ошибочный, неправильный (о словах, выражениях)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άσωστος

  • 3 άσωτος

    η, ο [ος, ον ] 1.
    1) расточающий, проматывающий; расточительный; 2) беспутный, разгульный; распутный, развратный; 3) см. άσωστος 3, 4, 5, 6;

    § άσωτος υίός — блудный сын;

    2. (ο)
    1) мот, расточитель; беспутный человек; 2) распутник, развратник

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > άσωτος

См. также в других словарях:

  • άσωστος — και ανέσωστος και άσωτος, η, ο (AM ἄσωστος, ον) [σώζω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, ανεξάντλητος, ατέλειωτος 2. ελλιπής, ασυμπλήρωτος 3. αυτός που δεν έχει ακόμη διασωθεί 4. αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει κανείς …   Dictionary of Greek

  • άσωστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει σωσμό, τελειωμό, ο ατέλειωτος, ο ανεξάντλητος: Ο δρόμος για το χωριό ήταν άσωστος. 2. αυτός που δεν είναι σωστός, που δε συμπληρώθηκε, ο λειψός: Βιαζόταν να φτάσει στο σπίτι του, γιατί μερικές δουλειές του ήταν άσωστες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀσώστως — ἄσωστος not to be saved adverbial ἄσωστος not to be saved masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσωστον — ἄσωστος not to be saved masc/fem acc sg ἄσωστος not to be saved neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσώστου — ἄσωστος not to be saved masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσώστους — ἄσωστος not to be saved masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσωστα — ἄσωστος not to be saved neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσωτος — (I) η, ο (AM ἄσωτος, ον) (Ι) [σώζω] σπάταλος, έκλυτος, διεφθαρμένος αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, που βρίσκεται σε απόγνωση 2. ενεργ. αυτός που φέρνει την καταστροφή, που αποτελεί κατάρα για κάποιον 3. φρ. «ἀσώτως ἔχω»… …   Dictionary of Greek

  • ανέσωστος — η, ο 1. ο μη σωστός, λειψός 2. αδύνατος, ασθενικός 3. άσωστος, αστείρευτος 4. αυτός που δεν μπορείς να τον σώσεις, να τον φθάσεις …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»