-
1 άρχε
ἄρχωto be first: pres imperat act 2nd sgἄρχωto be first: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)——————ἆ̱ρχε, ἄρχωto be first: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) -
2 ἀρχε-
A = ἀρχι-, with which it is sometimes interchanged, cf. ἀρχιθέωρος, etc. -
3 ἄρχε
Βλ. λ. άρχε -
4 ἆρχε
Βλ. λ. άρχε -
5 ἀρχέ-λᾱος
-
6 ἀρχε-τυπία
ἀρχε-τυπία, ἡ, Urbild, Idee, Sp.
-
7 ἀρχε-δίκης
ἀρχε-δίκης, ὁ, Besitzer von Anfang an, rechtmäßiger Besitzer, Pind. P. 4, 110.
-
8 ἀρχέ-πλουτος
ἀρχέ-πλουτος, Gründer des Roichthums, Soph. El. 72.
-
9 ἀρχέ-πολις
ἀρχέ-πολις, stadtbeherrschend, Pind. P. 9, 56.
-
10 ἀρχέ-τυπος
ἀρχέ-τυπος, e. gtl. zuerst geprägt, τὸ ἀρχέτυπον, das Urbild, Original, Arist.; Cic. Att. 12, 5. 16, 3. Bei Luc. Alex. 21 das Urbild des Siegels; vgl. Lucill. 83 (XI, 253); übh. Bild, Ep. ad. 307 ( Plan. 151).
-
11 ἀρχέ-χορος
ἀρχέ-χορος, choranführend, πούς Eur. Tr. 151; als subst., Ep. ad. 720 ( App. 221).
-
12 ἀρχέ-κακος
ἀρχέ-κακος, unheilstiftend, Il. 5, 63; Coluth. 9; Heliod. 1, 9.
-
13 ἀρχέ-γονος
ἀρχέ-γονος, ὁ, der Stammvater des Geschlechts; übh. Urheber, Anfänger; auch adj., ἡ φύσις ἀρχέγονον πάσης τέχνης Damox. bei Ath. III, 102 a; vgl. D. Sic. 1, 88; compar. ἀρχεγονώτερος Themist.
-
14 ἀρχέ-νεως
ἀρχέ-νεως, schiffbefehligend.
-
15 ἀρχεδίκας
A first, legitimate possessor, Pi.P.4.110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχεδίκας
-
16 ἀρχεζῶστις
ἀρχε-ζῶστις, ἡ,A = ἄμπελος λευκή, Ps.-Dsc.4.182, Plin.HN23.21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχεζῶστις
-
17 ἀρχεθέωρος
A = ἀρχι-, IG11(2).205Aa9, al. (Delos, iii B.C.); cf. ἀρκεθέωρος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχεθέωρος
-
18 ἀρχέκακος
ἀρχέ-κᾰκος, ον,A beginning mischief, Il.5.63, Plu.2.861a, Hld.1.9, Ph.1.359, al., Porph.Chr.49.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχέκακος
-
19 ἀρχέλαος
ἀρχέ-λᾱος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχέλαος
-
20 ἀρχέπλουτος
ἀρχέ-πλουτος, ον,A = ἀρχαιόπλουτος, S.El.72.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχέπλουτος
См. также в других словарях:
αρχε- — (AM ἀρχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη μορφή αρχε ως α συνθετικό εμφανίζεται ένας μικρός σχετικά αριθμός συνθέτων λέξεων της Ελληνικής, της αρχαίας κυρίως, απ όπου μερικές διατηρήθηκαν και στη νέα Ελληνική, των οποίων το β συνθετικό αρχίζει από σύμφωνο. Το… … Dictionary of Greek
ἄρχε — ἄρχω to be first pres imperat act 2nd sg ἄρχω to be first imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἆρχε — ἆ̱ρχε , ἄρχω to be first imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄρχε πρῶτον μαθὼν ἄρχεσθαι. — См. Кто не умеет повиноваться, тот не умеет повелевать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Μὴ ἄρχε, πρὶν ἄρχεσθαι μάθης. — См. Кто не умеет повиноваться, тот не умеет повелевать … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἄρχεν — ἄρχε̄ν , ἄρχω to be first pres inf act (epic doric) ἄρχω to be first imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… … Dictionary of Greek
кто не умеет повиноваться, тот не умеет повелевать — Ср. Wer ist ein unbrauchbarer Mann? Der nicht befehlen und auch nicht gehorchen kann. Göthe. Gedichte. Ср. Il n y à point de plus sage abbé que celui qui à été moine. Ср. Nemo potest regere, nisi qui et regi. Senec. de ira. 2, 15, 4. Ср. Ούκ… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Кто не умеет повиноваться, тот не умеет повелевать — Кто не умѣетъ повиноваться, тотъ не умѣетъ повелѣвать. Ср. «Wer ist ein unbrauchbarer Mann?». Der nicht befehlen und auch nicht gehorchen kann. Göthe. Gedichte. Ср. Il n’y a point de plus sage abbé que celui qui a été moine. Ср. Nemo potest… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek
ἄρχ' — ἄρκαι , ἄρκη arca fem nom/voc pl ἄρκᾱͅ , ἄρκη arca fem dat sg (doric aeolic) ἄρκε , ἄρκος bear masc voc sg ἄρχε , ἄρχω to be first pres imperat act 2nd sg ἄρχε , ἄρχω to be first imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)