-
1 αρτι
adv.1) только что, совсем недавноοὐκ ἐν τῷ ἄ. μόνον, ἀλλὰ καὴ ἐν τῷ νῦν Plat. — не только для недавнего прошлого, но и для настоящего
2) как раз теперь, ныне(νῦν ἄ. Plat.; ἄ. καὴ πρῴην Plut.)
ὅ ἄ. Plat. — теперешний, настоящий;ἄ. μέν … ἄ. δέ Luc. — то …, то;ἕως ἄ. NT. — доселе;ἀπ΄ ἄ. NT. — отныне -
2 αρτι-
-
3 ἄρτι
{нареч., 36}Ссылки: Мф. 3:15; 9:18; 11:12; 23:39; 26:29, 53, 64; Ин. 1:51; 2:10; 5:17; 9:19, 25; 13:7, 19, 33, 37; 14:7; 16:12, 24, 31; 1Кор. 4:11, 13; 8:7; 13:12; 15:6; 16:7; Гал. 1:9, 10; 4:20; 1Фес. 3:6; 2Фес. 2:7; 1Пет. 1:6, 8; 1Ин. 2:9; Откр. 12:10.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄρτι
-
4 άρτι
{нареч., 36}Ссылки: Мф. 3:15; 9:18; 11:12; 23:39; 26:29, 53, 64; Ин. 1:51; 2:10; 5:17; 9:19, 25; 13:7, 19, 33, 37; 14:7; 16:12, 24, 31; 1Кор. 4:11, 13; 8:7; 13:12; 15:6; 16:7; Гал. 1:9, 10; 4:20; 1Фес. 3:6; 2Фес. 2:7; 1Пет. 1:6, 8; 1Ин. 2:9; Откр. 12:10.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άρτι
-
5 Ἄρτι
СейчасНыне ἄρτιΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Ἄρτι
-
6 ἄρτι
нынесейчас ἌρτιΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄρτι
-
7 άρτι
επίρρ. уст. только что, недавно -
8 ἄρτι
только что, теперь, ныне; с ἀπό обозн.: отныне; с ἕως обозн.: доныне, доселе.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄρτι
-
9 ἄρτι
только что, недавно -
10 απαρτι
-
11 αρτιτοκος
I.adj. f недавно родившая Anth.II.2новорожденный Luc., Anth. -
12 αναφυω
1) отращивать, выращивать(πώγωνα Theocr.; κέρατα Arst.)
2) med.-pass. (aor. 2 ἀνέφυν, pf. ἀναπέφυκα) отрастать, вырастать Her., Plat., Arst., Plut.; перен. возникать, появлятьсяοἱ ἄρτι τῶν σοφιστῶν ἀναφυόμενοι Isocr. — недавно появившиеся софисты;
ἀνεφύοντο τῷ Αἰγεῖ διαβολαὴ πρὸς τοὺς πολίτας Plut. — у Эгея возникли споры с гражданами;ὅ Ἀκροκόρινθος ἐκ μέσης ἀναπεφυκὼς τῆς Ἑλλάδος Plut. — Акрокоринф, возвышающийся в центре Эллады -
13 αντιπαρερχομαι
-
14 αρτιβρεχης
-
15 αρτιγαμος
-
16 αρτιγενειος
21) недавно выросший на щеках(χνόος Anth.)
2) досл. пышно растущий, перен. обильный(σολοικισμοί Luc.)
-
17 αρτιγεννητος
-
18 αρτιγλυφης
-
19 αρτιγονος
-
20 αρτιγραφης
См. также в других словарях:
ἄρτι — just indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρτι — (AM ἄρτι) 1. τώρα, αυτή τη στιγμή 2. ευθύς αμέσως μσν. 1. προ πολλού 2. τώρα πια, από δω και πέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερμηνεύεται είτε ως τοπική πτώση ενός συμφωνόληκτου θέματος *αρ τ με την έννοια της συναρμογής, ρυθμίσεως, τάξεως (< ρίζα *αρ ,… … Dictionary of Greek
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek
κἄρτι — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄρτι — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρτ' — ἄρτι , ἄρτι just indeclform (adverb) ἄρτε , ἄρτος cake masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ar-1*, themat. (a)re-, heavy basis arǝ-, rē- and i-basis (a)rī̆ -, rēi- — ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i basis (a)rī̆ , rēi English meaning: to move, pass Deutsche Übersetzung: “fũgen, passen” Note: Root ar 1*, themat. (a)re , heavy basis arǝ , rē and i Basis (a)rī̆ , rēi : “to move … Proto-Indo-European etymological dictionary
άρτιος — α, ο (AM ἄρτιος, ία, ιον) [άρτι] 1. τέλειος, ακέραιος, πλήρης 2. ζυγός (αριθμός) αρχ. |.1. καλά προσαρμοσμένος 2. μτφ. κατάλληλος 3. πρόθυμος έτοιμος 4. υγιής στον νου και στο σώμα, ακμαίος 5. ακριβής, σαφής II. επίρρ. ἀρτίως «άρτι», πρόσφατα,… … Dictionary of Greek
απάρτι — ἀπάρτι (AM) κ. ἀπ ἄρτι (Α) [άρτι] 1. από δω και πέρα, από τώρα και στο εξής 2. τώρα μσν. 1. πριν από λίγο, μόλις 2. ως τώρα 3. ήδη, κιόλας 4. ευθύς, αμέσως … Dictionary of Greek
αρτέομαι — ἀρτέομαι (Α) ετοιμάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αρτέομαι ανάγεται στη ρίζα αρ «συνάπτω, συναρμόζω» του ρ. αραρίσκω*, παρεκτεταμένη με ένα τ (πρβλ. άρτι). Προήλθε πιθ. από ένα ονοματικό παράγωγο της ρίζας, ενώ η υπόθεση ότι πρόκειται για απευθείας… … Dictionary of Greek
αρτεμής — ἀρτεμής, ές (Α) ο ακέραιος, ο αβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για πολύ σπάνια λ., άγνωστης ετυμολ., για την ερμηνεία της οποίας έγιναν πολλές προσπάθειες. Υποστηρίχτηκε ότι το α συνθετικό της λ. είναι το αρτι * (αρτεμής < *αρτι δεμής, πρβλ. δέμας… … Dictionary of Greek