-
1 αρρητος
2, редко(Eur.) 3
1) не сказанный(ἔπος Hom.; λόγοι Soph.)
ἄρρητόν τι φυλάσσεσθαι Soph. — обходить что-л. молчанием2) безвестный(ἄνδρες Hes.)
3) невыразимый(ἀδιανόητος καὴ ἄ. Plat.)
4) неизреченный, т.е. священный, заповедный(ἱρά Her.; σφάγια Eur.)
5) которому нет названия, т.е. ужасный(δεῖπνα Soph.; λώβη Eur.)
ἄρρητ΄ ἀρρήτων Soph. — неслыханно ужасные преступления6) неудобосказуемый, т.е. постыдный, позорный(ῥητὰ καὴ ἄρρητα ὀνομάζειν Dem.; ἀνόσιος καὴ ἄ. Plut.)
7) мат. иррациональный(ῥητὰ καὴ ἄρρητα Plat.)
-
2 ἄῤῥητος
{прил., 1}1. неописуемый, невыразимый;2. неизреченный, священный, заповедный, не подлежащий разглашению (2Кор. 12:4).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄῤῥητος
-
3 άρρητος
{прил., 1}1. неописуемый, невыразимый;2. неизреченный, священный, заповедный, не подлежащий разглашению (2Кор. 12:4).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άρρητος
-
4 άρρητος
ος, ον1) несказанный, невыразимый; неописуемый; μετ' αρρήτου χαράς с невыразимой радостью; 2) тайный, секретный; скрытый, несообщённый, несказанный;§ άρρητα θέματα κουκιά μαγερεμένα — погов, в огороде бузина, а в Киеве дядька
-
5 ἄρρητος
1. неописуемый, невыразимый; 2. неизреченный (священный, заповедный, не подлежащий разглашению).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄρρητος
-
6 αδιανοητος
21) непостижимый, непонятный(ἀ. καὴ ἄρρητος Plat.; παράδειγμα Plut.)
2) непонятливый, неразумный (sc. ἄνθρωπος Arst.) -
7 ανεπιχειρητος
-
8 ανωνομαστος
-
9 αρατος
-
10 αφθεγκτος
21) безмолвный, безгласный(μηνυτήρ Aesch.; νάπος Soph.; στόμα Anth.)
2) невыразимый(ἄρρητος καὴ ἄ. Plat.)
-
11 731
{прил., 1}1. неописуемый, невыразимый;2. неизреченный, священный, заповедный, не подлежащий разглашению (2Кор. 12:4).*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 731
См. также в других словарях:
ἄρρητος — unspoken masc nom sg ἄρρητος unspoken masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρρητος — η, ο (AM ἄρρητος, ον) ο ανέκφραστος, ο απερίγραπτος νεοελλ. άρρητα ανοησίες, κουταμάρες (φρ., «άρρατα μάραθα», «άρρατ αθέμιτα», «άρρατα θέματα», «άρρατα ρήματα») αρχ. 1. αυτός που δεν επιτρέπεται να λεχθεί, ο μυστικός 2. ο απερίγραπτος, ο φριχτός … Dictionary of Greek
άρρητος — η, ο αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς να πει σε άλλους, απόρρητος, απερίγραπτος: Αυτοί που μετέχουν ψυχικά σε μυστηριακές τελετές λένε πως δοκιμάζουν μιαν άρρητη ικανοποίηση. Παροιμ. φράση: «άρρητα θέματα κουκιά μαγειρεμένα», για μωρολογίες (από … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρρητος αριθμός — Η έννοια του ά.α. σχηματίζεται από την έννοια του ρητού και αυτή από την έννοια του κλάσματος. Το σύνολο όλων των κλασμάτων διαμερίζεται σε κλάσεις, έτσι ώστε σε κάθε κλάση να ανήκουν μόνο ίσα κλάσματα, ενώ δεν υπάρχει κλάσμα που να ανήκει… … Dictionary of Greek
ἀρρητότερον — ἄρρητος unspoken adverbial comp ἄρρητος unspoken masc acc comp sg ἄρρητος unspoken neut nom/voc/acc comp sg ἄρρητος unspoken adverbial comp ἄρρητος unspoken masc acc comp sg ἄρρητος unspoken neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρητοτάτων — ἄρρητος unspoken fem gen superl pl ἄρρητος unspoken masc/neut gen superl pl ἄρρητος unspoken fem gen superl pl ἄρρητος unspoken masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρητοτέρων — ἄρρητος unspoken fem gen comp pl ἄρρητος unspoken masc/neut gen comp pl ἄρρητος unspoken fem gen comp pl ἄρρητος unspoken masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρητότατα — ἄρρητος unspoken adverbial superl ἄρρητος unspoken neut nom/voc/acc superl pl ἄρρητος unspoken adverbial superl ἄρρητος unspoken neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρητότατον — ἄρρητος unspoken masc acc superl sg ἄρρητος unspoken neut nom/voc/acc superl sg ἄρρητος unspoken masc acc superl sg ἄρρητος unspoken neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρήτω — ἄρρητος unspoken masc/neut nom/voc/acc dual ἄρρητος unspoken masc/neut gen sg (doric aeolic) ἄρρητος unspoken masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἄρρητος unspoken masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρρήτως — ἄρρητος unspoken adverbial ἄρρητος unspoken masc acc pl (doric) ἄρρητος unspoken adverbial ἄρρητος unspoken masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)