Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄρνησις

  • 1 αρνησις

        - εως ἥ отрицание Aesch., Plat., Dem., Plut.
        

    ἄ. οὐκ ἔνεστί τινος Soph.невозможно отрицать что-л.

    Древнегреческо-русский словарь > αρνησις

  • 2 ενειμι

         ἔνειμι
        [εἰμί] (impf. ἐνῆν, fut. ἐνέσομαι)
        1) (в чём-л.) быть, находиться, содержаться, заключаться
        

    (τινι Hom., Aesch., Soph., Plat. и ἔν τινι Aesch., Her., Arph., Plat., Arst., Plut.; αὐτόθι Arph.; πολλοὴ ἔνεσαν ὀϊστοί, sc. τῇ φαρέτρῃ Hom.)

        οὔ νυ καὴ ὑμῖν οἴκοι ἔνεστι γόος ; Hom. — разве нет и в вашем доме печали?;
        ἔνεστι τοῦτο τῇ τυραννίδι νόσημα Aesch. — таков недуг самовластия;
        πόλλ΄ ἔνεστι τῷ γήρᾳ κακά Arph. — старости присущи многие страдания;
        τοῖς λόγοις ἔνεστι ἀμφοῖν κέρδος Soph. — в словах обеих есть польза;
        ἐν τῷ λόγῳ ἔνεστιν ἐναντίωσις Arst. — в словесной формулировке имеется противоположение;
        ἀπορίαι ἐνοῦσαι Arst. — внутренние трудности;
        τουτοίσι καὴ αὐτοὴ ἐνεσόμεθα Her. — мы сами войдем в их число;
        ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Thuc. — возникнуть в сознании;
        ἐν τοῖς λογίοις ἔνεστιν Arph.в прорицании сказано

        2) быть в наличии
        

    (οὐκ ἐξέφθιτο οἶνος, ἀλλ΄ ἐνέην Hom.)

        Ἄρεως δ΄ οὐκ ἔνι (= ἔνεστι) χώρα Aesch. — это не область Арея, т.е. здесь нет воинственного пыла;
        σίτου οὐκ ἐνόντος Thuc. — ввиду отсутствия хлеба;
        πόλεμος οὐκ ἐνῆν οὐδὲ στάσις Plat. — не было ни войн, ни восстаний;
        τὰ ἐνόντα Plat. — собственность, Arst. существо дела, сущность

        3) находиться в промежутке
        

    εἰ μελετήσομεν, χρόνος ἐνέσται Thuc. — если мы станем готовиться, пройдет время

        4) быть возможным (преимущ. impers. ἔνεστι или ἔνι)
        

    τῶνδ΄ ἄρνησις οὐκ ἔνεστί μοι Soph. — я не могу отрицать этого;

        εἴ τι ἄλλο ἐνῆν Dem. — если имелась другая возможность;
        οὐκ ἐνῆν πρόφασις Xen. и ἐνούσης οὐδεμιᾶς ἀποστροφῆς Dem. (так как) отговорки были невозможны;
        τίς δ΄ ἔνεστί μοι λόγος ; Eur. — что могу я сказать?;
        νόμῳ χρῆσθαι παντὴ ἔνεστί σοι Anth. — ты можешь установить любой закон;
        ὡς ἐνῆν ἄριστα Luc. — как можно (было) лучше;
        ὡς ἔνι μάλιστα Luc. — как только возможно;
        οὐκ ἐνὸν ποιεῖν τι Luc.невозможно сделать что-л.;
        ἐκ τῶν ἐνόντων Dem.насколько возможно

    Древнегреческо-русский словарь > ενειμι

  • 3 εξαρνησις

        - εως ἥ отрицание, возражение, опровержение Plat.

    Древнегреческо-русский словарь > εξαρνησις

См. также в других словарях:

  • ἄρνησις — denial fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρνήσει — ἄρνησις denial fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀρνήσεϊ , ἄρνησις denial fem dat sg (epic) ἄρνησις denial fem dat sg (attic ionic) ἀρνέομαι deny fut ind mp 2nd sg ἀ̱ρνήσει , ἀρνέομαι deny futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρνήσεις — ἄρνησις denial fem nom/voc pl (attic epic) ἄρνησις denial fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρνήσεος — ἄρνησις denial fem gen sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρνήσεσι — ἄρνησις denial fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρνήσεσιν — ἄρνησις denial fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρνήσηι — ἄρνησις denial fem dat sg (epic) ἀρνήσῃ , ἀρνέομαι deny aor subj mp 2nd sg ἀρνήσῃ , ἀρνέομαι deny fut ind mp 2nd sg ἀ̱ρνήσῃ , ἀρνέομαι deny futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄρνησιν — ἄρνησις denial fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… …   Dictionary of Greek

  • ένειμι — ἔνειμι (Α) 1. υπάρχω, βρίσκομαι μέσα σε κάτι («ὅσσος τις χρυσός τε καὶ ἄργυρος ἀσκῷ ἔνεστιν», Ομ. Οδ.) 2. (με δοτ.) είμαι, υπάρχω ανάμεσα σε πολλά («ἐν γὰρ δὴ τούτοισι καὶ αὐτοὶ ἐνεσόμεθα», Ηρόδ.) 3. υπάρχω («σίτου οὐκ ἐνόντος», Θουκ.) 4. απρόσ.… …   Dictionary of Greek

  • αρνήσιμος — ἀρνήσιμος, ον (Α) [άρνησις] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να αρνηθεί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»