-
1 αργυρος
ὅ1) серебро Hom., Her., Trag. etc.; ἄ. χυτός Arst. ртуть -
2 άργυρος
-
3 ἄργυρος
-
4 ἄργυρος
Grammatical information: m.Meaning: `silver' (Il.).Compounds: As first member, e.g. ἀργυρό-πεζα (Il.), of Thetis etc. (acc. to Pisani Rev. ét. anc. 37, 145ff. `with a foot of siver' like Celt. Άργεντόκοξος.Origin: IE [Indo-European] [64[ *h₂erg̀- `white'Etymology: ἄργυρος from an u-stem, seen in ἄργυφος (q.v.) and in Skt. árju-na- `white, light', Lat. argū-tus etc.; cf. also Messap. argorian (: ἀργύριον), Krahe Sprache 1, 39. Other languages have an n-stem, Lat. argentum, Av. ǝrǝzatǝm and Skt. rajatám \< *h₂rǵn-to-, Gaul. arganto-(magus) (difficult Arm. arcat` (like erkat` `iron')). On silver s. EIEC.Page in Frisk: 1,133-134Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἄργυρος
-
5 ἄργυρος
-
6 ἄργυρος
A white metal, i.e. silver,ἐξ Ἀλύβης ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη Il.2.857
; soπηγὴ ἀργύρου A.Pers. 238
, etc.;ἄ. κοῖλος
silver plate,Theopomp.Hist.
283a, Arist.Oec. 1350b23, etc.II = ἀργύριον, silver-money, generally, money, A.Supp. 935; ; εἴ τι μὴ ξὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετ' by bribery, Id.OT 124; in later Prose, coupled with χρυσός, Ev.Matt. 10.9, Alciphr.2.3.III = λινόζωστος ἄρρην, Ps.-Dsc.4.189.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄργυρος
-
7 ἄργυρος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄργυρος
-
8 ἄργυρος,
-
9 ἄργυρος
ἄργυρος, ου, ὁ (ἀργός ‘shining’, not to be confused with the homograph ἀργός ‘idle’) (Hom.+; ins, pap, LXX, pseudepigr.; Mel. Fgm. 8b 3; Ath. 5, 1; R. 76, 29, but much less freq. than ἀργύριον).① silver as a commodity, silver (Diod S 2, 16, 4; 2, 36, 2; Appian, Bell. Civ. 4, 75 §320) w. gold (Jos., Ant. 9, 85; TestLevi 13:7) Ac 17:29; Rv 18:12; MPol 15:2; 1 Cor 3:12 (s. ἀργύριον 1). W. still other materials (Diod S 4, 46, 4; 5, 74, 2) 2 Cl 1:6; PtK 2 p. 14, 14; Dg 2:2. It rusts acc. to Js 5:3.② money made of silver, silver money, silver (w. χρυσός: Herodian 2, 6, 8; Jos., Ant. 6, 201, C. Ap. 2, 217) Mt 10:9 (s. ἀργύριον 2).—B. 610. DELG. M-M. -
10 ἄργυρος
ὁ ἄργυρος / τὸ ἀργύριον серебро, деньги (ср. лат. argentum) -
11 ἄργυρος
{сущ., 5}серебро, серебряные изделия.Ссылки: Мф. 10:9; Деян. 17:29; 1Кор. 3:12; Иак. 5:3; Откр. 18:12.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄργυρος
-
12 άργυρος
{сущ., 5}серебро, серебряные изделия.Ссылки: Мф. 10:9; Деян. 17:29; 1Кор. 3:12; Иак. 5:3; Откр. 18:12.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άργυρος
-
13 άργυρος
ο серебро -
14 αργυρός
η, ό [ά, όν ]1) серебряный; 2) серебристый (о цвете, голосе); похожий на серебро; 3) дорогой, любимый;§ χρυσέ μου κι' αργυρέ μου — дорогой мой, золото моё
-
15 ἄργυρος
серебро, серебряные изделия.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄργυρος
-
16 άργυρος
οSilber n -
17 ἄργυρος
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄργυρος
-
18 ἀργυρος
-
19 ἄργυρος
-ου + ὁ N 2 1-0-2-9-2=14 Ex 27,11; Is 60,9; Ez 22,20; Prv 10,20; 17,3 -
20 άργυρος
[аргирос] επ серебряный.
См. также в других словарях:
ἄργυρος — white metal masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άργυρος — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ο (AM ἄργυρος) λευκό πολύτιμο… … Dictionary of Greek
αργυρός — Νεομάρτυρας και άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Επανομή της Θεσσαλονίκης. Θανατώθηκε από τους γενίτσαρους, επειδή αρνήθηκε να γίνει εξωμότης, το 1806. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Μαΐου. * * * ή, ό (AM ἀργυροῡς, ᾱ, οῡν, A κ … Dictionary of Greek
άργυρος — ο το ασήμι, λευκό μέταλλο από τα λεγόμενα πολύτιμα· χρησιμεύει στην κατασκευή κοσμημάτων και νομισμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αργυρός — ή, ό 1. ασημένιος. 2. «αργυροί γάμοι», συμπλήρωση 25 χρόνων συζυγικής ζωής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αργυρός ή Αργυρόπουλος — Επώνυμο οικογένειας του Βυζαντίου, από την Καππαδοκία. Από αυτήν προέρχονται πολλοί αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, κυρίως από τον 9o έως τον 11o αι. Τα πιο γνωστά μέλη της οικογένειας είναι: 1. Λέων. Ανώτατος αξιωματούχος στα χρόνια του… … Dictionary of Greek
Αργυρός, Αθανάσιος — (Νιγρίτα 1859 – Βόλος 1945).Πολιτευτής και νομικός. Σπούδασε νομικά σε πανεπιστήμια της Αθήνας, του Παρισιού και της Γερμανίας. Άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου και του δημοσιογράφου. Έγραψε και μετέφρασε ιστορικά και νομικά έργα. Κυριότερα από… … Dictionary of Greek
Αργυρός, Ουμβέρτος — (Καβάλα 1877 –Αθήνα 1963).Ζωγράφος. Υπήρξε μαθητής πρώτα του Νικηφόρου Λύτρα και του Γεωργίου Ροϊλού στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και αργότερα του Λεφτς και του Μάαρ στην Ακαδημία του Μονάχου. Ο Α. επιζητούσε να μεταδώσει στα έργα… … Dictionary of Greek
ἀργύρω — ἄργυρος white metal masc nom/voc/acc dual ἄργυρος white metal masc gen sg (doric aeolic) ἀ̱ργύ̱ρω , ἀργυρόω to cover with silver imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀργύ̱ρω , ἀργυρόω to cover with silver pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργύροις — ἄργυρος white metal masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργύρου — ἄργυρος white metal masc gen sg ἀ̱ργύ̱ρου , ἀργυρόω to cover with silver imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀργύ̱ρου , ἀργυρόω to cover with silver pres imperat act 2nd sg ἀργύ̱ρου , ἀργυρόω to cover with silver imperf ind act 3rd sg (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)