-
1 αρνος
-
2 απαρνος
21) отвергающий, отрицающийἄ. οὐδενὸς καθίστατο Soph. — он(а) ничего не стал(а) отрицать;
ἄ. ἐστι μέ νοσέειν Her. — он утверждает, что не болен2) отклоняющий, отказывающий(ся)(τινι Aesch.)
-
3 εξαρνος
2решительно отрицающийἔ. εἶναι или γίγνεσθαι — отрицать (τι Lys. и περί τινος Dem.):
ἔ. ἦν μέ ἀποκτεῖναι Her. — он категорически заявил, что не убивал;ἔ. ἐστι μηδ΄ ἰδεῖν με πώποτε Arph. — он утверждает, что никогда меня не видел -
4 ευαρνος
-
5 λευκος
31) светлый, яркий, ясный, сияющий(ἠέλιος Hom.; φάος Soph.; αἰθήρ Eur.)
2) блестящий, сверкающий(λέβης Hom.)
3) светлый, прозрачный(ὕδωρ Hom.; νᾶμα Eur.)
4) ясный, чистый(φωνή Arst.)
5) ясный, понятный(στίχος Anth.)
6) белый(γάλα, ἀρνός, ὀδόντες Hom.; χρῶμα Arst.)
7) белый, седой(θρίξ Soph.)
8) седовласый(γῆρας Soph.)
9) белый, т.е. сплавленный с серебром(χρυσός Her.)
10) запряженный белыми конями(ἅρμα Eur.)
11) обнаженный, босой(πούς Eur.)
12) светлый, счастливый(ἦμαρ Aesch.)
13) бледный или дряхлый(σώματα Eur.)
14) слабый, бессильный(φρένες Eur.). - см. тж. λεύκη, λευκή, λευκά и λευκόν
-
6 πολυαρνος
-
7 σηκιτης
-
8 υπαρνος
См. также в других словарях:
ἀρνός — masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άρνος — (Αrnο). Ποταμός (241 χλμ.) της κεντρικής Ιταλίας· πηγάζει από το όρος Φαλτερόνα των Απενίνων και εκβάλλει στην Τυρρηνική θάλασσα. Έχει λεκάνη απορροής 8.247 τ. χλμ. Στην αρχή ρέει στα ΝΑ, ύστερα στρέφεται στα ΒΔ και περνά από τη Φλωρεντία και την … Dictionary of Greek
ἀρνῶν — ἀρνός masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρνα — ἀρνός masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρνας — ἀρνός masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρνασι — ἀρνός masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρνασιν — ἀρνός masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρνε — ἀρνός masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρνες — ἀρνός masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρνεσσι — ἀρνός masc/fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄρνεσσιν — ἀρνός masc/fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)