-
1 άπταιστος
-
2 ἄπταιστος
-
3 απταιστος
-
4 ἄπταιστος
ἄπταιστος, ον,A not stumbling, ἀπταιστστερον παρέχειν τὸν ἵππον make a horse less aptto stumble, X.Eq.1.6: metaph.,ἄ ἐν τῷ βίῳ Epict. Gnom.52
;δώμασιν ἀ. Limen.43
, cf.M.Ant.5.9;βίος Luc.Am.46
; infallible, Plot.5.3.17, Alex.Aphr.in Metaph.713.12;ἀλήθεια Iamb.Myst. 3.31
;θεοὶ διδασκάλων-ότατοι Max.Tyr.38.1
. Adv. ; inevitably, Gal.14.230: [comp] Comp.- ότερον
with greater precision,Ptol.
Tetr. 177:—also [suff] ἀπρο-τί, Hdn.Epim. 256.2 intact, Plu.2.691d.II not causing to stumble, giving a good footing,λεία καὶ ἄ. ὁδός Max.
Tyr.5.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄπταιστος
-
5 ἄπταιστος
ἄπταιστος, ον (s. πταίω; X., Equ. 1, 6+ [of a horse]; fig., Epict. [Stob., Flor. 9, 44] no. 52 p. 475 Sch.; M. Ant. 5, 9, 5; Vett. Val. ind.; 3 Macc 6:39; EpArist 187; Philo, Agr. 177, Ebr. 199; SibOr 3, 289) without stumbling φυλάξαι ὑμᾶς ἀ. keep you from stumbling Jd 24.—M-M. TW. -
6 ἄπταιστος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἄπταιστος
-
7 άπταιστος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > άπταιστος
-
8 άπταιστος
η, ο [ος, ον ] безукоризненный; безошибочный, правильный (о письме, речи);τα ελληνικά του είναι άπταιστα — по-гречески он говорит безупречно
-
9 ἄπταιστος
не спотыкающийся, невиновный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἄπταιστος
-
10 ἄπταιστος
-ος,-ον + A 0-0-0-0-1=1 3 Mc 6,39 -
11 άπταιστος
[аптэстос] επ безукоризненный. -
12 ἄπταιστος
ἄ-πταιστος, nicht anstoßend, nicht stolpernd; übh. ohne Frevel; ohne Anstoß, sicher -
13 άπταιστος
fluentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > άπταιστος
-
14 απταιστότερον
ἄπταιστοςnot stumbling: adverbial compἄπταιστοςnot stumbling: masc acc comp sgἄπταιστοςnot stumbling: neut nom /voc /acc comp sg -
15 ἀπταιστότερον
ἄπταιστοςnot stumbling: adverbial compἄπταιστοςnot stumbling: masc acc comp sgἄπταιστοςnot stumbling: neut nom /voc /acc comp sg -
16 άπταιστον
-
17 ἄπταιστον
-
18 απταιστοτέρας
ἀπταιστοτέρᾱς, ἄπταιστοςnot stumbling: fem acc comp plἀπταιστοτέρᾱς, ἄπταιστοςnot stumbling: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
19 ἀπταιστοτέρας
ἀπταιστοτέρᾱς, ἄπταιστοςnot stumbling: fem acc comp plἀπταιστοτέρᾱς, ἄπταιστοςnot stumbling: fem gen comp sg (attic doric aeolic) -
20 απταίστως
См. также в других словарях:
ἄπταιστος — not stumbling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άπταιστος — κ. άφταιστος, η, ο (AM ἄπταιστος, ον) [πταίω] 1. αλάνθαστος, άψογος 2. αθώος νεοελλ. 1. ο χωρίς γλωσσικά σφάλματα 2. (για ενέργεια) άδολος, αγνός αρχ. 1. αυτός που δεν σκοντάφτει 2. ανέπαφος, άθικτος, αναλλοίωτος 3. (για δρόμο) αυτός που δεν… … Dictionary of Greek
άπταιστος — η, ο επίρρ. α ο χωρίς σφάλματα, ο δίχως πταίσματα, ο άφταιγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπταιστότερον — ἄπταιστος not stumbling adverbial comp ἄπταιστος not stumbling masc acc comp sg ἄπταιστος not stumbling neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπταίστως — ἄπταιστος not stumbling adverbial ἄπταιστος not stumbling masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄπταιστον — ἄπταιστος not stumbling masc/fem acc sg ἄπταιστος not stumbling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπταιστοτέρῳ — ἄπταιστος not stumbling masc/neut dat comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπταιστότατοι — ἄπταιστος not stumbling masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπταιστότεροι — ἄπταιστος not stumbling masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπταίστοις — ἄπταιστος not stumbling masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπταίστοισι — ἄπταιστος not stumbling masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)