-
1 ανυμφος
21) лишившийся супругов, опустевший, осиротевший(μέλαθρα Eur.)
2) безбрачный, одинокий(τροφή Soph.)
νύμφη ἄ. Eur. — несчастная (мнимая) невеста
См. также в других словарях:
άνυμφος — ἄνυμφος, ον (Α) 1. ο χωρίς γάμο 2. φρ. α) «ἄνυμφος τροφή» άγαμος βίος β) «νύμφη ἄνυμφος» δυστυχισμένη νύφη γ) «ἄνυμφα μέλαθρα» σπίτι χωρίς γυναίκα … Dictionary of Greek
ἄνυμφος — not bridal masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνυμφον — ἄνυμφος not bridal masc/fem acc sg ἄνυμφος not bridal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνύμφου — ἄνυμφος not bridal masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνύμφους — ἄνυμφος not bridal masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνύμφῳ — ἄνυμφος not bridal masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνυμφα — ἄνυμφος not bridal neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνυμφοι — ἄνυμφος not bridal masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безневестная — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} прил. греч. ἄνυμφος безбрачная, девственница. В женах святая… … Словарь церковнославянского языка
νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… … Dictionary of Greek