Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἄντανδρος

См. также в других словарях:

  • Ἄντανδρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄντανδρος — instead of a man masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άντανδρος — I Αρχαία αιολική πόλη της Μικράς Ασίας, φημισμένη για τα ναυπηγεία και την ξυλεία της. Σύμφωνα με τη μυθολογία, την έχτισε ο Άνδρος, όταν έφυγε από το ομώνυμο νησί του Αιγαίου, ενώ κατά τον Ηρόδοτο ιδρυτές της ήταν Πελασγοί, που τους έδιωξαν… …   Dictionary of Greek

  • ἄντανδρον — ἄντανδρος instead of a man masc/fem acc sg ἄντανδρος instead of a man neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντάνδρου — Ἄντανδρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντάνδρου — ἄντανδρος instead of a man masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντάνδρους — Ἄντανδρος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντάνδρους — ἄντανδρος instead of a man masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντάνδρων — Ἄντανδρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντάνδρων — ἄντανδρος instead of a man masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀντάνδρῳ — Ἄντανδρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»