-
1 αντανδρος
-
2 Αντανδρος
ἡ Антандр (город в Мисии, на сев. берегу Адрамиттского залива) Her., Thuc.
См. также в других словарях:
Ἄντανδρος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄντανδρος — instead of a man masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άντανδρος — I Αρχαία αιολική πόλη της Μικράς Ασίας, φημισμένη για τα ναυπηγεία και την ξυλεία της. Σύμφωνα με τη μυθολογία, την έχτισε ο Άνδρος, όταν έφυγε από το ομώνυμο νησί του Αιγαίου, ενώ κατά τον Ηρόδοτο ιδρυτές της ήταν Πελασγοί, που τους έδιωξαν… … Dictionary of Greek
ἄντανδρον — ἄντανδρος instead of a man masc/fem acc sg ἄντανδρος instead of a man neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντάνδρου — Ἄντανδρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντάνδρου — ἄντανδρος instead of a man masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντάνδρους — Ἄντανδρος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντάνδρους — ἄντανδρος instead of a man masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντάνδρων — Ἄντανδρος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντάνδρων — ἄντανδρος instead of a man masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀντάνδρῳ — Ἄντανδρος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)