Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἄνεως

См. также в других словарях:

  • παραπρύτανις — άνεως, ὁ, Α αντικαταστάτης ή βοηθός τού πρύτανη, αντιπρύτανης …   Dictionary of Greek

  • πρότανις — άνεως, ὁ, Α (αιολ. τ.) βλ. πρύτανης …   Dictionary of Greek

  • συμπρύτανις — άνεως, ὁ, Α πρύτανις επίσης, όπως και άλλος …   Dictionary of Greek

  • τίτανις — άνεως, ἡ, Α βλ. τίτανος …   Dictionary of Greek

  • υποπρύτανις — άνεως, ὁ, Α αντιπρύτανης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πρύτανις] …   Dictionary of Greek

  • άνεω — ἄνεω και ἄνεῳ επίρρ. (Α) σιωπηρά, χωρίς φωνές. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θεωρείται γενικά από τους αρχαίους (Ηρωδιανός) ως ονομαστική πληθ. του άνεως. Η άποψη αυτή ενισχύεται από τη συνήθη γραφή του τ. με ι υπογεγραμμένο, μολονότι… …   Dictionary of Greek

  • παμπρύτανις — παμπρύτανις, άνεως, ὁ (Α) κύριος τών πάντων, εξουσιαστής όλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πρύτανις] …   Dictionary of Greek

  • πρύτανης — ο / πρύτανις, άνεως, ΝΑ, και αιολ. τ. πρότανις Α (στην αρχ. Αθήνα) καθένας από τους 50 βουλευτές τής φυλής η οποία προήδρευε στη βουλή για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, που ισοδυναμούσε με το 1/10 τού έτους νεοελλ. 1. αιρετός και με ορισμένη… …   Dictionary of Greek

  • τίτανος — η, ΝΑ, και τίτανις, άνεως, και κατά τον Ησύχ. τέτανος, Α (λόγιος τ.) ασβέστης («λαβὼν τίτανον θερμὴν φύρασον ὄξει», πάπ.) αρχ. 1. γύψος («τιτάνῳ λευκῷ τ ἐλέφαντι», Ησίοδ.) 2. μαρμαρόσκονη («τιτάνου καταγέμουσα οἷος ἧν ὁ θεῑος, οπότε ξέοι τοὺς… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»