-
1 αμυθος
См. также в других словарях:
ἄμυθος — without mythic tales masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμυθος — ον (Α ἄμυθος) [μῡθος] ο δίχως μύθους, δίχως μυθικές παραδόσεις «ἄμυθος ποίησις» … Dictionary of Greek
ἄμυθον — ἄμυθος without mythic tales masc/fem acc sg ἄμυθος without mythic tales neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμύθου — ἄμυθος without mythic tales masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύθος — Παραδοσιακή αφήγηση ενός λαού, στην οποία αποδίδονται ιδιαίτερες αξίες ιερού χαρακτήρα. Ο όρος, τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν για τις φανταστικές διηγήσεις, υποδηλώνει μέχρι σήμερα την πιθανότητα και την αντικειμενική αναξιοπιστία… … Dictionary of Greek