Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἁρπαγ-ή

См. также в других словарях:

  • αρπάγδην — ἁρπάγδην επίρρ. (Α) αρπαχτά, βίαια, εσπευσμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αρπάγ του ρ. αρπάζω + (επίρρ. κατάλ.) δην πρβλ. άρδην, μίγδην, συλλήβδην, φύρδην κ.ά.] …   Dictionary of Greek

  • αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… …   Dictionary of Greek

  • ορυγεύς — ὀρυγεύς (Α) σκαπανέας, σκαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρυγ τού ὀρύσσω + κατάλ. εύς (πρβλ. αρπαγ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • πηγιμαίος — α, ον, Α ο πηγαίος («πηγιμαῑον ὕδωρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πηγή + κατάλ. ιμαῖος (πρβλ. αρπαγ ιμαίος] …   Dictionary of Greek

  • πλέγδην — Α επίρρ. με συμπλοκή, μπερδεμένα («αὐτὰρ ὅ χεῑρας πλέγδην οὐκ ἀνίησιν ἀπ αὐχένος», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επιρρμ. κατάλ. δην (με τροπή τού κ σε γ αφομοιωτικά προς το δ ), πρβλ. αρπάγ δην] …   Dictionary of Greek

  • συμπλέγδην — ΜΑ επίρρ. συμπεπλεγμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπλέκω + επιρρμ. κατάλ. δην (με τροπή τού κ σε γ αφομοιωτικά προς το δ ), πρβλ. αρπάγ δην] …   Dictionary of Greek

  • χαραγή — η, ΝΜ η ενέργεια τού χαράζω, το χάραγμα νεοελλ. 1. χαρακιά, χαραγματιά 2. σχισμή, χαραμάδα 3. γραμμή, ράβδωση 4. (κυρίως σχετικά με κορμούς φυτών ή δέντρων) εντομή 5. η χαραυγή 6. ζωοτ. μικρή τομή στα αφτιά τών κατοικίδιων ζώων για να… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»