-
1 ἁρπάγδην
ἁρπάγ-δην, Adv.A hurriedly, violently, A.R.1.1017; greedily, Opp. H.3.219, Aret.SA2.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρπάγδην
-
2 ἁρπαγεύς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρπαγεύς
-
3 ἁρπαγή
ἁρπαγ-ή, ἡ,A seizure, robbery, rape, first in Sol.4.13; ὀφλὼν ἁρπαγῆς δίκην found guilty of rape, A.Ag. 534;αἰτέειν δίκας τῆς ἁ. Hdt.1.2
; ἁρπαγῇ χρησαμένους ib.5; ἁρπαγὴν ποιεῖσθαι, ποιεῖν, Th.6.52, X.Cyr. 7.2.12;ἐφ' ἁ. τραπέσθαι Th.4.104
, X.Cyr.4.2.25;τοῦ κρητῆρος ἡ ἁ. Hdt.3.48
: pl., of a single act,συνεπρήξαντο τὰς Ἑλένης ἁ. Id.5.94
, cf. A.Th. 351 (lyr.), Supp. 510; Καδμείων ἁ., of the Sphinx, E.Ph. 1021 (lyr.).II thing seized, booty, prey,τοῦ φθάσαντος ἁ. A.Pers. 752
; ἁ. κυσί, θηρσί, Id.Th. 1019, E.El. 896; ἁρπαγὴν ποιεῖσθαί τι to make booty of a thing. Th.8.62.IV ἐν ἁρπαγῇ σελήνης when the moon is invisible, PMag.Par.1.750. -
4 ἁρπάγη
ἁρπάγ-η, ἡ,2 rake, E.Cyc.33. -
5 ἁρπαγιμαῖος
A scarcely visible, at close of month, Sch.Arat.735.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρπαγιμαῖος
-
6 ἁρπάγιμος
A ravished, stolen, Call.Cer.9, Fr.1.46P., AP11.290 (Pall.), Doroth.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρπάγιμος
-
7 ἁρπάγιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρπάγιον
-
8 ἁρπαγμός
ἁρπαγ-μός, ὁ,A robbery, rape, Plu.2.12a;ἁ. ὁ γάμος ἔσται Vett.Val.122.1
.2 concrete, prize to be grasped, Ep.Phil.2.6; cf.ἅρπαγμα 2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρπαγμός
-
9 ἅρπαγμα
2ἅ. εὐτυχίας
windfall,Plu.
2.330d;οὐχ ἅ. οὐδ' ἕρμαιον ποιεῖσθαί τι Hld.7.20
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἅρπαγμα
-
10 ἅρπαγος
ἅρπαγ-ος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἅρπαγος
-
11 грейфер
(грузозахватное приспособление) η αρπάγ/η, η δαγκάναРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грейфер
-
12 ἁρπάζω
Grammatical information: v.Meaning: `snatch away' (Il.).Derivatives: ἅρπαξ f. `plunder' (Hes.), m. `robber' (Ar.); ἁρπαγή `robbery' (Sol.), ἁρπάγη `hook, rake' (E.); ἅρπαγος m. `hook' (A.); from here Lat. LW [loanword] harpagō `hook' (Plaut.), harpaga, harpax `rapacious'. - ἁρπακτήρ m. `robber' (Il.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: ἁρπάζω seems a denominative to a stem ἁρπαγ-. This may be based on ἅρπ- (from which ἁρπάζω can have been derived directly, s. Schwyzer 734); this is perhaps found in ἅρπη `sickle', and a bird of prey. - Cf. ἅρπυς, ἅρπυια, ἁρπαλέος. (Connection with ἐρέπτομαι, Szemerényi Syncope 210ff., is impossible because of the ἐ-.) No cognates. The suffix - αγ- cannot be explained from PIE; forms with it seem substr. words (Chantr. Form. 397). ἁρπ- too can hardly be explained from an IE form; *sr̥p- would have given ῥαπ-.Page in Frisk: 1,148-149Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἁρπάζω
См. также в других словарях:
αρπάγδην — ἁρπάγδην επίρρ. (Α) αρπαχτά, βίαια, εσπευσμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αρπάγ του ρ. αρπάζω + (επίρρ. κατάλ.) δην πρβλ. άρδην, μίγδην, συλλήβδην, φύρδην κ.ά.] … Dictionary of Greek
αρπάζω — και αρπάχνω (AM ἁρπάζω) 1. παίρνω ή πιάνω κάτι στα χέρια μου γρήγορα και ορμητικά («άρπαξε το όπλο και πυροβόλησε» πρβλ. «ἁρπάσσω τα ὅπλα», Ξεν. «άρπαξε ο λύκος το πρόβατο») 2. αποσπώ ή παίρνω μαζί μου με τη βία («αρπάξανε μια κοπέλα» πρβλ. «ὅτε… … Dictionary of Greek
ορυγεύς — ὀρυγεύς (Α) σκαπανέας, σκαφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρυγ τού ὀρύσσω + κατάλ. εύς (πρβλ. αρπαγ εύς)] … Dictionary of Greek
πηγιμαίος — α, ον, Α ο πηγαίος («πηγιμαῑον ὕδωρ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πηγή + κατάλ. ιμαῖος (πρβλ. αρπαγ ιμαίος] … Dictionary of Greek
πλέγδην — Α επίρρ. με συμπλοκή, μπερδεμένα («αὐτὰρ ὅ χεῑρας πλέγδην οὐκ ἀνίησιν ἀπ αὐχένος», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πλέκω + επιρρμ. κατάλ. δην (με τροπή τού κ σε γ αφομοιωτικά προς το δ ), πρβλ. αρπάγ δην] … Dictionary of Greek
συμπλέγδην — ΜΑ επίρρ. συμπεπλεγμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπλέκω + επιρρμ. κατάλ. δην (με τροπή τού κ σε γ αφομοιωτικά προς το δ ), πρβλ. αρπάγ δην] … Dictionary of Greek
χαραγή — η, ΝΜ η ενέργεια τού χαράζω, το χάραγμα νεοελλ. 1. χαρακιά, χαραγματιά 2. σχισμή, χαραμάδα 3. γραμμή, ράβδωση 4. (κυρίως σχετικά με κορμούς φυτών ή δέντρων) εντομή 5. η χαραυγή 6. ζωοτ. μικρή τομή στα αφτιά τών κατοικίδιων ζώων για να… … Dictionary of Greek