-
1 αλωσιμος
21) могущий быть захваченным, доступный для захвата(πόλις Thuc.; ἀνήρ Xen.; τόπος Plut.)
ἐδόκεε ἁ. εἶναι ἥ Βαβυλών Her. — казалось, что Вавилон можно взять;ναῦς ἁ. διώγμασιν Eur. — корабль, который можно настигнуть и захватить2) легко уловимый, доверчивыйθηρίον ἁλώσιμον εὐεργεσία Xen. — животное, которое легко приручить лаской;
ἁ. ὑπὸ χρημάτων Plut. — которого можно подкупить, подкупный;οὐ βίᾳ, ἀλλὰ πειθοῖ ἁ. Plut. — повинующийся не насилию, а убеждению3) постижимый, понятныйτὸ δ΄ ἁλώσιμον ἀμᾷ φροντίδι Soph. — насколько я понимаю
4) связанный с захватом, относящийся к завоеваниюβάξις ἁ. Aesch. — весть о взятии (Трои);
παιὰν ἁ. Aesch. — пеан в честь взятия города -
2 αλώσιμος
-
3 ἁλώσιμος
-
4 ἁλώσιμος
ἁλώσιμος, ον, einnehmbar, leicht zu erobern, πόλις Her. 3, 153; Thuc. 4, 9; leicht zu saugen, ἀνήρ Xen. Cyr. 5, 4, 4; leicht zu gewinnen, εὐεργεσίᾳ καὶ ἡδονῇ Mem. 3, 11, 11; übertr. φροντίδι ἐμᾷ άλ., was ich einsehen kann, Soph. Phil. 851; διά τινος Plut. Cat. min. 30. – Bei Aesch. was sich auf die Einnahme bezieht, παιάν, Lobgesang wegen der Eroberung, βάξις. Nachricht von der Eroberung, Spt. 617 Ag. 10.
-
5 ἁλώσιμος
ἁλώσιμος, einnehmbar, leicht zu erobern; leicht zu gewinnen; übertr. was ich einsehen kann; was sich auf die Einnahme bezieht, Lobgesang wegen der Eroberung -
6 αλώσιμος
ος, ον могущий быть захваченным, порабощённым -
7 ἁλώσιμος
A easy to take or conquer, of places and persons, Hdt.3.153, E.Hel. 1622, Th.4.9: metaph., easily beguiled, X. Mem.3.11.11.2 of the mind, easy to apprehend, S.Ph. 863 (lyr.).II ([etym.] ἅλωσις) of or belonging to capture or conquest, παιὰν ἁ. song of triumph on taking city, A.Th. 635; βάξις ἁ. tidings of capture, Ag.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλώσιμος
-
8 αλώσιμος
etkilenmesi kolay -
9 αλώσιμον
-
10 ἁλώσιμον
-
11 γυναικωνιτις
-
12 αλωτός
η, όν см. αλώσιμος -
13 αλωσίμοις
-
14 ἁλωσίμοις
-
15 αλωσίμου
-
16 ἁλωσίμου
-
17 αλωσίμους
-
18 ἁλωσίμους
-
19 αλωσίμω
-
20 ἁλωσίμῳ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἁλώσιμος — easy to take masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλώσιμος — η, ο (Α ἁλώσιμος, ον) αυτός που μπορεί να κυριευθεί (για άψυχα) ή να συλληφθεί (για έμψυχα), ο ευάλωτος αρχ. 1. αυτός που εύκολα εξαπατάται 2. εύληπτος, κατανοητός 3. (ως νομικός όρος) αυτός που υπόκειται σε καταδίκη 4. αυτός που αναφέρεται ή… … Dictionary of Greek
ἁλώσιμον — ἁλώσιμος easy to take masc/fem acc sg ἁλώσιμος easy to take neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλωσίμοις — ἁλώσιμος easy to take masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλωσίμου — ἁλώσιμος easy to take masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλωσίμους — ἁλώσιμος easy to take masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλωσίμων — ἁλώσιμος easy to take masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλωσίμῳ — ἁλώσιμος easy to take masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλώσιμα — ἁλώσιμος easy to take neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλώσιμοι — ἁλώσιμος easy to take masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιρέσιμος — η, ο (Α αἱρέσιμος, ον) [< αἱροῡμαι] νεοελλ. εκλέξιμος [< αἱρῶ] αρχ. αυτός που είναι δυνατόν να κυριευθεί, αλώσιμος … Dictionary of Greek