Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἁλώσει

См. также в других словарях:

  • ἁλώσει — ἅλωσις capture fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἁλώσεϊ , ἅλωσις capture fem dat sg (epic) ἅλωσις capture fem dat sg (attic ionic) ἁλίσκομαι to be taken fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεράχθομαι — Α 1. στενοχωριέμαι πάρα πολύ («τῇ Μιλήτου ἁλώσει ὑπεραχθεσθέντες», Ηρόδ.) 2. οργίζομαι πάρα πολύ εναντίον κάποιου («μεθ οἷς ἐχθαίροις ὑπεράχθεο», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἄχθομαι «λυπάμαι»] …   Dictionary of Greek

  • Κάλλιστος, Ανδρόνικος — (Κωνσταντινούπολη 1420; – Αγγλία 1476).Λόγιος. Μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης μετανάστευσε στην Ιταλία. Δίδαξε αρχαία ελληνική φιλολογία στα σπουδαιότερα ιταλικά πανεπιστήμια της εποχής (Μπολόνια, Ρώμη, Φλωρεντία, Μιλάνο), όπου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН АНАГНОСТ — [греч. ᾿Ιωάννης ὁ ᾿Αναγνώστης], визант. писатель сер. XV в., автор «Повествования об окончательном взятии Фессалоники» турками османами 29 марта 1430 г. И. А. был клириком (сан неизв.); между 1429 и 1433 гг. жил в Фессалонике, был очевидцем… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»