-
1 αλυκός
ἀ̱λυκός, ἀλύζωsocket for: perf part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)——————ἁλυκόςsalt: masc nom sg -
2 αλυκος
I3(ᾰ) [ἅλς I] морской, владеющий морями(Ποσειδῶν Arph.)
II3[ἅλς II] соленый(μέρη τῆς σαρκός Plat.)
-
3 Άλυκος
-
4 Ἅλυκος
-
5 ἁλυκός
ἁλυκός, salzig, Plat. Tim. 65 d u. Folgd.
-
6 ἁλυκός
-
7 ἁλυκός
ἁλυκός, ή, όν (Aristoph., Hippocr. et al.; BGU 14 IV, 22; LXX; DELG 65 ἅλς) salty; of salty water Js 3:11 v.l. (s. N. app. and s.v. πικρός); in οὔτε ἁλυκὸν γλυκὺ ποιῆσαι ὕδωρ 3:12 ἁ. is usu. understood as salt spring (so ἁλυκίς Strabo 4, 1, 7): nor can a salt spring give sweet water (so also the v.l.); but perh. the text is defective (HWindisch and MDibelius ad loc.—Theophr., HP 4, 3, 5 contrasts ἁλ. ὕδωρ w. ὕδωρ γλυκύ. Lycus Hist. [IV–III B.C.]: 570 Fgm. 8 Jac. of the River Himera in Sicily: τὸν δὲ Ἱμέραν ἐκ μιᾶς πηγῆς σχιζόμενον τὸ μὲν ἁλυκὸν τῶν ῥείθρων ἔχειν, τὸ δὲ πότιμον).—DELG s.v. ἅλς. M-M. -
8 ἀλυκός
Βλ. λ. αλυκός -
9 ἁλυκός
Βλ. λ. αλυκός -
10 ἁλυκός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἁλυκός
-
11 αλυκός
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > αλυκός
-
12 ἁλυκός
соленый.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἁλυκός
-
13 ἁλυκός
-ή,-όν + A 6-2-0-0-0=8 Gn 14,3.8.10; Nm 34,3.12salt Gn 14,3ἡ θάλασσα ἡ ἁλυκή the Salt Sea Nm 34,3→NIDNTT -
14 ἁλυκός
-
15 ὑφ-αλυκός
ὑφ-αλυκός, = ὑφαλικός.
-
16 αλυκά
ἁλυκόςsalt: neut nom /voc /acc plἁλυκά̱, ἁλυκόςsalt: fem nom /voc /acc dualἁλυκά̱, ἁλυκόςsalt: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
17 ἁλυκά
ἁλυκόςsalt: neut nom /voc /acc plἁλυκά̱, ἁλυκόςsalt: fem nom /voc /acc dualἁλυκά̱, ἁλυκόςsalt: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
18 αλυκώτερον
ἁλυκόςsalt: adverbial compἁλυκόςsalt: masc acc comp sgἁλυκόςsalt: neut nom /voc /acc comp sg -
19 ἁλυκώτερον
ἁλυκόςsalt: adverbial compἁλυκόςsalt: masc acc comp sgἁλυκόςsalt: neut nom /voc /acc comp sg -
20 αλυκωτέραις
См. также в других словарях:
ἁλυκός — salt masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἅλυκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλυκός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Σκίρωνα, που πήρε μέρος στην εκστρατεία των Διόσκουρων εναντίον της Άφιδνας για την απελευθέρωση της αδελφής τους Ελένης. Σκοτώθηκε και ενταφιάστηκε στα Μέγαρα. II Αρχαία πόλη της Ερμιονίδος. Παλαιότερα τη… … Dictionary of Greek
αλυκός — ή, ό 1. αλμυρός, γλυφός: Το νερό του πηγαδιού είναι αλυκό. 2. το ουδ., αλυκό ως ουσ., το παστό ψάρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀλυκός — ἀ̱λυκός , ἀλύζω socket for perf part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυκά — ἁλυκός salt neut nom/voc/acc pl ἁλυκά̱ , ἁλυκός salt fem nom/voc/acc dual ἁλυκά̱ , ἁλυκός salt fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυκώτερον — ἁλυκός salt adverbial comp ἁλυκός salt masc acc comp sg ἁλυκός salt neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυκωτέραις — ἁλυκός salt fem dat comp pl ἁλυκωτέρᾱͅς , ἁλυκός salt fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυκῶν — ἁλυκός salt fem gen pl ἁλυκός salt masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυκόν — ἁλυκός salt masc acc sg ἁλυκός salt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλυκώτατα — ἁλυκός salt adverbial superl ἁλυκός salt neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)