Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἁδρό-σφαιρος

См. также в других словарях:

  • κακόσφαιρος — κακόσφαιρος, ον (Μ) όχι εντελώς σφαιρικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + σφαιρος (< σφαῖρα), πρβλ. αδρό σφαιρος, μεσό σφαιρος] …   Dictionary of Greek

  • μεσόσφαιρος — μεσόσφαιρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας μέτριου μεγέθους 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσόσφαιρον το μεσαίο είδος τού ινδικού αρωματικού φυτού μαλαβάθρο, σε διάκριση από το μικρόσφαιρο και το αδρόσφαιρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + σφαιρος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»