-
1 ἁβρο-δίαιτα
ἁβρο-δίαιτα, ἡ, üppige Lebensweise, Ael. V. H. 12, 24. (VLL. τρυφερὰ ζωὴ καὶ ἁπαλή).
-
2 ἁβροδίαιτα
ἁβρο-δίαιτα, ἡ,A luxurious living, a faulty compd., AB322, Suid, Ael.VH12.24 (in lemmate).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁβροδίαιτα
-
3 ἁβροδίαιτα
-
4 ἁβρός
ἁβρός (ἅπτω, ἁπαλός, andere von ἥβη, doch ist α kurz nach Draco u. Eur. Med. 1164 Troad. 821; falsch im E. M. von ἄ-βαρος), sein, zart; 1) im guten Sinne: schön, edel, Pind. σῶμα Ol. 6, 55; Κρηϑεΐς N. 5, 26; κῦδος, seiner, herrlicher Ruhm, C. 5, 7 I. 1, 56; ähnl. λόγος, ehrenvoll, N. 7, 32; στέφανος I. 7, 65; πλοῦτος P. 3, 110. Plato verbindet τὸ καλὸν καὶ ἁβρόν Conv. 264 c. Dann besonders von weiblicher Shönheil und Zartheit: παρϑένοι ἁβραί Aesch. frg. 433; Δηιάνειρα Hoph. Tr. 526, ch.; βόστρυχοι Eur. Bacch. 493 (wie ἴουλος Orph. Ara. 229); πούς Hel. 1528; κῶλον Iph. A. 614; oft in den erotischen Gedichten. Allgemeiner: angenehm, σχολὴ ἁβρότατον κτῆμα Xen. Conv. 4, 43; ἁβρὰ παϑεῖν Theoan. 474. 722 (bei Plut. Hol. 2 dem Hol. zugeschrieben). Bei Luc. sein, witzig, mit ἀστικός verbunden, Iud. Deor. 7; vgl. D. meretr. 14; von zierlicher Rede, Hermoacnes. – Bei Männern erschien solche zarte Schönheit als Weichlichkeit; dah. tadelnd: üppig, weichlich, bes. von der asiatischen Pracht und weibischen Lebensweise (VLL. τρυφερός, μαλακός). So Her., Πέρσῃσι πρὶν Λυδοὺς καταστρέψασϑαι ἦν οὔτε ἁβρὸν οὔτε ἀγαϑὸν οὐδέν 1, 71; Ἀγάϑυρσοι ἁβρό-τατοι ἄνδρες καὶ χρυσοφόροι μάλιστα 4, 104 (beides verbindet auch Luc. Dial. Mort. 14, 2); Ἰώνων τρυ-φεραμπεχόνων ἁβρὸς ἡδυπαϑὴς ὄχλος Antiphan. Ath. XII, 526 d; Ἀλκιβιάδης com. Ath. XIII, 570 d; ἁβρότερος γυναικῶν Luc. Dial. D. 18; δίαιτα ἁβρο-τέρα Ael. V. H. 4, 22; ἁβρὸν βαίνειν ( Schol. ϑρυπτόμενος, βλακευόμενος), zierlich, üppig einhergehen, Eur. Med. 1164; Tro. 821 (vom Ganymed; vgl. Arist. Vesp. 1163 πλουσίως προβὰς τρυφερόν τι διασα-λακώνισον); ἁβρὰ γελᾶν, behaglich lachen, Anacr. 41, 3. 42, 5; sanft lächeln, Ep. ad. 31 (XII, 156). – Adv., ἁβρῶς βαίνειν Eur. Med. 823 u. a.
См. также в других словарях:
ομοδίαιτα — ὁμοδίαιτα, ἡ (Μ) το να ζει κάποιος σε κοινό χώρο, συμβίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + δίαιτα (πρβλ. αβρο δίαιτα)] … Dictionary of Greek
ισοδίαιτος — ἰσοδίαιτος, ον (Α) αυτός που έχει την ίδια δίαιτα, την ίδια τροφή με τους άλλους, αυτός που ζει όπως και οι άλλοι («καὶ ἐς τὰ ἄλλα πρὸς τοὺς πολλοὺς οἰ τὰ μείζω κεκτημένοι ἰσοδίαιτοι μάλιστα κατέστησαν», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δίαιτος… … Dictionary of Greek
ομοδίαιτος — η, ο (ΑΜ ὁμοδίαιτος, ον) αυτός που ζει ή τρώει μαζί με άλλους νεοελλ. αυτός που έχει την ίδια διατροφή με άλλους μσν. αρχ. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που συμπεριφέρεται φιλικά αρχ. φρ. «ὁμοδίαιτος τοῑς πολλοῑς» κοινός σε πολλούς (Λουκιαν.).… … Dictionary of Greek
υγροδίαιτος — ον, Μ αυτός που ζει μέσα στο νερό, υδρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + δίαιτος (<δίαιτα), πρβλ. αβρο δίαιτος] … Dictionary of Greek