-
1 ἐμφανίζω
ἐμ|φανίζω ( ant ἀ|φανίζω) делать явным, обнаруживать; показывать на кого властям -
2 αφανιζω
1) делать невидимым, закрывать, застилать, затмевать(ἥλιον νεφέλη ἠφάνισε Xen.; ἥ σελήνη ἠφανίσθη Plut.)
2) скрывать, убирать, прятать(τινά и τι Her., Thuc., Xen.)
; pass. угасать(τὸ πῦρ ἠφανίσθη Plut.)
; иссякать(ποταμοὴ ἀφανίζονται Arst.)
; исчезатьἀφανισθῆναι ἐξ ἀνθρώπων Her., Lys., Isocr. — умереть, не быть в живых;
ὑπὲρ τοὺς τῆς ζώρας ὅρους ἀφανισθῆναι Plat. — быть удаленным за пределы страны;κατακαυθεὴς ἠφανίσθη Her. — он сгорел бесследно3) уничтожать, разрушать(ἱερά Dem.; τὰς Ἀθήνας Xen.)
4) истреблять(ἐλαίαν Lys.; τὸ γένος Plat.)
5) смывать, сглаживать(ἀφανίζει ἥ δρόσος τὰ ἴχνη Xen.)
6) заглаживать(ἀγαθῷ κακόν Thuc.)
7) уводить, уносить, похищать(τινὰ πόλεος Eur.; μέ ἐᾶσαι ἀφανισθῆναι παῖδας καὴ γυναῖκας Xen.)
8) обращать в наличные деньги, т.е. расточать(οὐσίαν Aeschin., Dem.)
9) умалять, помрачать(τὰς πατρικὰς ἀρετάς Thuc.; ἀνδρὸς ἐνδόξου τιμάς Plut.)
-
3 εμφανιζω
1) показывать(ἄστρα ἡμῖν τὰς ὥρας τῆς νυκτὸς ἐμφανίζει Xen.; ἥ τὸ ἦθος ἐμφανίζουσα εἰκών Plut.)
2) показывать, доказывать, представлять(τὰς ἀποδείξείς Arst.; τινί τι Xen.)
3) выказывать, выявлять, обнаруживать(τὸ ψεῦδος Arst.)
ἐ. ἑαυτόν Polyb. — выражать свое мнение, высказываться;ἐ. τινὰ συμφέροντα Dem. — обнаружить чью-л. полезность4) указывать, приказывать(τινὴ ποιεῖν τι Polyb.)
См. также в других словарях:
φανίζω — Α πιθ. δημοσιεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φᾰν τού φαίνω*, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
'φανίζω — ἀφανίζω , ἀφανίζω make unseen pres subj act 1st sg ἀφανίζω , ἀφανίζω make unseen pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοφανίζω — 1. κάνω κάτι να φανεί σε κάποιον κακό, κακοκαρδίζω 2. (συν. η μτχ.) κακοφανισμένος, η, ο δυσαρεστημένος, κακοκαρδισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην τού φαίνομαι, κατά τα σε ίζω (πρβλ. α φανίζω, εμ φανίζω)] … Dictionary of Greek
FENESTRA — ex Graeco φαινίςτρα, quod a verbo φανίζω; antiquis Fenestra et Festra, ex Graeco φαίςτρα itidem, quod a φαιςτὸς, perspicuus, lucidus: illuminandae domui inservit. Quo fine decorabantur olim ex speculari lapide, aut vitro in tenues laminas fuso,… … Hofmann J. Lexicon universale
φανιστής — ο, Ν [φανίζω] 1. αυτός που εμφανίζει κάτι κρυφό ή άδηλο, ο φανερωτής 2. (κυρίως) προσωνυμία τού Αγίου Ιωάννου τού Προδρόμου, επειδή, κατά τη λαϊκή αντίληψη, αποκαλύπτει το μέλλον μέσω τής μαντείας τού κλήδονα … Dictionary of Greek
διαφανισθῇ — διά ἀφανίζω make unseen aor subj pass 3rd sg διά φανίζω aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφανισθείσης — παρά ἀφανίζω make unseen aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) παρά φανίζω aor part pass fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφανισθήσεται — παρά ἀφανίζω make unseen fut ind pass 3rd sg παρά φανίζω fut ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφανίζειν — παρά ἀφανίζω make unseen pres inf act (attic epic) παρά φανίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφανίζωμεν — παρά ἀφανίζω make unseen pres subj act 1st pl παρά φανίζω pres subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποφανισθέντες — ἀπό φανίζω aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)