-
1 προσδοκητος
2ожидаемый, предполагаемый -
2 απροσδοκητος
21) неожиданный, непредвиденный Aesch., Thuc., Arph., Plat., Plut.ἐξ ἀπροσδοκήτου Her., Plat. — неожиданно, врасплох;
ἀπροσδόκητον οὐδὲν εἴρηκας Soph. — в твоих словах нет ничего неожиданного2) не ожидавший, не предвидевший, застигнутый врасплох(ἐπιθέσθαι τινὴ ἀπροσδοκήτῳ Thuc.; τὸν Πειραιᾶ καταλαβεῖν ἀπροσδόκητον Plut.)
ἀπροσδόκητοι ὡς ἤδη μαχούμενοι Thuc. — не ожидав, что им придется уже вступить в бой
См. также в других словарях:
προσδοκητός — ή, ό / προσδοκητός, ή, όν, ΝΑ [προσδοκῶ] αυτός που αναμένεται με ελπίδα … Dictionary of Greek
προσδοκητά — προσδοκητός expected neut nom/voc/acc pl προσδοκητά̱ , προσδοκητός expected fem nom/voc/acc dual προσδοκητά̱ , προσδοκητός expected fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκητοῦ — προσδοκητός expected masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσδοκητήν — προσδοκητός expected fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)