Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀ-νοσία

См. также в других словарях:

  • καρδιονοσία — η ιατρ. νόσος, πάθηση τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + νοσία (< νοσος < νόσος), πρβλ. α νοσία μακρο νοσία. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. heart disease] …   Dictionary of Greek

  • οξυνοσία — ὀξυνοσία, ἡ (Α) σοβαρή, οξεία νόσος που εξελίσσεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + νοσία (< νοσος < νόσος), πρβλ. μακρο νοσία] …   Dictionary of Greek

  • ζωονοσία — Οποιαδήποτε λοιμώδης ή παρασιτική νόσος των ζώων, που μπορεί να μεταδοθεί στους ανθρώπους. * * * και ζωονόσος, η ιατρ. κάθε νόσος τών ζώων που μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο και αντίστροφα, όπως ο άνθρακας, η λύσσα, η πανώλη, η ψιττάκωση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»