-
1 μακρο-νοσία
μακρο-νοσία, ἡ, eine langwierige Krankheit, Sp.
-
2 ἀ-νοσία
-
3 выводок
-дка α. νεοσσιά, νοσιά, γενοβόλι. -
4 костный
επ.του οστού, του κόκκαλου, οστεώδης•-ая ткань οστίτης ιστός•
-ое вещество οστεώδης ουσία•
-ые болезни οστεο-νοσία•
костный туберкулёз φθίση των οστών.
|| οστέινος•костный клей οστεόκολλα•
костный жир οστεόλιπος•
-ая мука οστεάλευρο.
βλ. костяной.εκφρ.костный мозг – ο μυελός των οστέων, μεδούλι•- ая мозоль – (ιατρ.) το οστεόφυτο. -
5 μακρονοσία
μακρο-νοσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μακρονοσία
-
6 ὀξυνοσία
ὀξῠ-νοσία, ἡ,A acute illness, Cat.Cod.Astr. 1.119 (pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀξυνοσία
-
7 ἀνοσία
-
8 μακρονοσία
μακρο-νοσία, ἡ, eine langwierige Krankheit
См. также в других словарях:
καρδιονοσία — η ιατρ. νόσος, πάθηση τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + νοσία (< νοσος < νόσος), πρβλ. α νοσία μακρο νοσία. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. heart disease] … Dictionary of Greek
οξυνοσία — ὀξυνοσία, ἡ (Α) σοβαρή, οξεία νόσος που εξελίσσεται γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + νοσία (< νοσος < νόσος), πρβλ. μακρο νοσία] … Dictionary of Greek
ζωονοσία — Οποιαδήποτε λοιμώδης ή παρασιτική νόσος των ζώων, που μπορεί να μεταδοθεί στους ανθρώπους. * * * και ζωονόσος, η ιατρ. κάθε νόσος τών ζώων που μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο και αντίστροφα, όπως ο άνθρακας, η λύσσα, η πανώλη, η ψιττάκωση… … Dictionary of Greek