-
1 φιλ-ηδονία
φιλ-ηδονία, ἡ, Liebe, Hang zum Vergnügen, Plut. ed. lib. 16.
-
2 μῑσ-ηδονία
μῑσ-ηδονία, ἡ, Haß gegen das Vergnügen, Theag. bei Stob. fl. 1, 67.
-
3 ἀ-ηδονία
ἀ-ηδονία, ἡ, Mangel an Vergnügen, D. L. 2, 89.
-
4 αηδονια
-
5 φιληδονια
-
6 μισηδονία
A hatred of pleasure, Theag. ap. Stob.3.1.117.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μισηδονία
-
7 ἁμαξηδόνια
ἁμαξ-ηδόνια, τά,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαξηδόνια
-
8 ἀηδονία
-
9 μῑσηδονία
μῑσ-ηδονία, ἡ, Hass gegen das Vergnügen -
10 φιληδονία
φιλ-ηδονία, ἡ, Liebe, Hang zum Vergnügen
См. также в других словарях:
μισηδονία — και δωρ. τ. μισαδονία, ἡ (Α) το μίσος, η απέχθεια για τις ηδονές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ηδονία μέσω ενός αμάρτυρου *μισήδονος (< μισῶ + ήδονος < ἡδονή), πρβλ. φιλ ηδονία] … Dictionary of Greek