-
1 αδιηγητος
2неописуемый(ἥ τῶν ὅλων τάξις Xen.; τῆς πόλεως ἔκλυσις Dem.; ταραχέ καὴ πτοία Plut.)
-
2 ευδιηγητος
2легко излагаемый
См. также в других словарях:
πολυδιήγητος — η, ο, Ν 1. (για γεγονός) αυτός που απαιτεί πολύ χρόνο για να τόν διηγηθεί κανείς 2. συνεκδ. περιπετειώδης («πολυδιήγητη εκδρομή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + διήγητος (< διηγούμαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] … Dictionary of Greek