-
1 φρενο-βλάβεια
φρενο-βλάβεια, ἡ, Verletzung am Verstande, Wahnsinn, Unsinn, Thorheit, Luc. dea syr. 18.
-
2 δαιμονο-βλάβεια
δαιμονο-βλάβεια, ἡ, göttliche Strafe, von der Gottheit verhängter Wahnsinn, Pol. 28, 9, 4.
-
3 θεο-βλάβεια
θεο-βλάβεια, ἡ, Zustand eines ϑεοβλαβής, Geistesverwirrtheit; neben ἀφροσύνη Aesch. 3, 133; Sp., οἴστρῳ καὶ ϑεοβλαβείᾳ D. Hal. 6, 48; falsch ϑεοβλαβία D. Cass. 44, 8.
-
4 ἀ-βλάβεια
-
5 αβλαβεια
ион. ἀβλαβίη ἥ1) невредимость, целостьἀ. σαρχός Plut. — физическое здоровье
2) безвредность, невинностьἐπ΄ ἀβλαβίῃσι νόοιο HH. — не кривя душой, без задних мыслей
-
6 δαιμονοβλαβεια
-
7 θεοβλαβεια
-
8 φρενοβλαβεια
-
9 δαιμονοβλάβεια
A heaven-sent visitation, Plb.28.9.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαιμονοβλάβεια
-
10 σωματοβλάβεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σωματοβλάβεια
-
11 ἀβλάβεια
-
12 δαιμονοβλάβεια
δαιμονο-βλάβεια, ἡ, göttliche Strafe, von der Gottheit verhängter Wahnsinn -
13 θεοβλάβεια
θεο-βλάβεια, ἡ, Zustand eines ϑεοβλαβής, Geistesverwirrtheit -
14 φρενοβλάβεια
φρενο-βλάβεια, ἡ, Verletzung am Verstande, Wahnsinn, Unsinn, Torheit
См. также в других словарях:
σωματοβλάβεια — ἡ, Α σωματική βλάβη, κάκωση τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + βλάβεια (< βλαβής < βλάβη), πρβλ. φρενο βλάβεια] … Dictionary of Greek
δαιμονοβλάβεια — δαιμονοβλάβεια, η (Α) φρενοβλάβεια σταλμένη από θεία δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων ( ονος) + βλάβεια βλαβής < βλάβη (πρβλ. σωματοβλάβεια)] … Dictionary of Greek
ναυσιβλάβεια — η μερική βλάβη τού πλοίου, αβαρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού γαλλ. avarie maritime (< δοτ. πληθ. ναυσί τού ναῦς «πλοίο» + βλάβεια < βλαβής < βλάπτω). Η λ. μαρτυρείται από το 1843 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek