Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀ-βασίλευτος

См. также в других словарях:

  • βασιλευτός — βασιλευτός, ή, όν (Α) [βασιλεύω] ο κατάλληλος να κυβερνιέται από βασιλιά …   Dictionary of Greek

  • βασιλευτόν — βασιλευτός suited for monarchical rule masc acc sg βασιλευτός suited for monarchical rule neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλευτοῦ — βασιλευτός suited for monarchical rule masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλευτῇ — βασιλευτός suited for monarchical rule fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασιλευτήν — βασιλευτός suited for monarchical rule fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»