-
1 αερρω
См. также в других словарях:
αέρρω — ἀέρρω (Α) αιολικός τύπος τού ἀείρω* … Dictionary of Greek
ἀέρρω — ἀείρω attach pres subj act 1st sg (aeolic) ἀείρω attach pres ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αείρω — (I) ἀείρω (Α) (επικός, ιωνικός και ποιητικός τύπος αντί αίρω*) σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. πιθανόν να προέρχεται από αρχ. ρ. *α Fερ (πρβλ. τον τύπο αὐειρόμεναι στον Αλκμάνα), όπου το ἀ είναι προθεματικό ή λαρυγγικό φωνήεν. Κατ άλλη άποψη το … Dictionary of Greek